Αυστρία

Αυστρία
I
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο.
II
Κράτος της κεντρικής Ευρώπης.Συνορεύει στα Δ με την Ελβετία και το Λιχτενστάιν, στα Ν με την Ιταλία και τη Σλοβενία, στα Α με την Ουγγαρία και τη Σλοβακία και στα Β με την Τσεχία και τη Γερμανία.Χώρα ολοκληρωτικά ηπειρωτική, η Α. έχει σύνορα μήκους 2.562 χλμ. (τα σύνορα αυτά καθορίστηκαν το 1919 με τη συνθήκη του Αγίου Γερμανού και επικυρώθηκαν το 1945 και το 1955), που τη χωρίζουν από τη Γερμανία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Σλοβενία, την Ιταλία, την Ελβετία και το Λιχτενστάιν. Στο σύνολό της η εδαφική έκταση της Α. αντιστοιχεί σ’ ένα τμήμα των βορείων αλπικών κλιτύων και των ακραίων επεκτάσεών της προς τα ανατολικά και τα βορειοανατολικά. Τα σύνορά της βασίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στις υδροκριτικές γραμμές και σε τμήματα ποτάμιων ρευμάτων.Η Α. είναι ομοσπονδιακό κράτος, που αποτελείται από 9 κρατίδια (Länder), που είναι τα εξής (σε παρένθεση η αυστριακή ονομασία, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός το 2001): Άνω Α. (Oberösterreich, Λιντς, 1.382.017), Βιέννη (Wien, Βιέννη, 1.562.676), Καρινθία (Karnten, Κλάγκενφουρτ, 561.114), Κάτω Α. (Niederösterreich, Ζανκτ Πέλτεν, 1.549.640), Μπούργκενλαντ (Burgenland, Αϊζενστάντ, 278.600), Σάλτσμπουργκ (Salzburg, Σάλτσμπουργκ, 518.580), Στυρία (Steiermark, Γκρατς, 1.185.911), Τιρόλο (Tirol, Ίνσμπρουκ, 675.063) και Φόραρλμπεργκ (Vorarlberg, Μπρέγκεντς, 351.565). Κάθε κρατίδιο έχει δική του Δίαιτα (Landtag), δηλαδή κοινοβούλιο, που τα μέλη της εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία και εκφράζει την κυβέρνηση (Landesregierung), ο αρχηγός της οποίας διατηρεί τον αρχαίο τίτλο του αρχηγού του κρατιδίου (Landeshauptmann) και είναι υπεύθυνος απέναντι στη Δίαιτα. Οι αντίστοιχες αρμοδιότητες της εθνικής και της τοπικής κυβέρνησης διακρίνονται ως προς τον τομέα τους: στο κράτος ανήκουν οι εξωτερικές υποθέσεις, η δικαιοσύνη και η εθνική άμυνα, ενώ στα κρατίδια η εφαρμογή των νόμων του κράτους στα εκλογικά και δημογραφικά θέματα και στις συγκοινωνίες. Στα γενικά πλαίσια που έχουν καθοριστεί από το κράτος, τα κρατίδια έχουν αρμοδιότητα επίσης στα γεωργικά θέματα και σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας· ενώ της αποκλειστικής αρμοδιότητάς τους είναι οι καθαυτό τοπικές υποθέσεις. Τα κρατίδια υποδιαιρούνται σε διαμερίσματα και εκείνα σε δήμους, που όλα και όλοι διοικούνται από αιρετά όργανα.Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η γερμανική, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι γερμανικής καταγωγής. Σε μικρές περιοχές, περίπου το 2% του πληθυσμού μιλάει και άλλες γλώσσες, ανάλογα με την εκάστοτε εθνότητα, όπως κροατικά, σλοβενικά και τσέχικα.Η Α. είναι δημοκρατικό ομοσπονδιακό κράτος. Το σύνταγμα του 1920, που τέθηκε ξανά σε ισχύ το 1945 όταν η χώρα επανήλθε στη δημοκρατική της ζωή, ισχύει και σήμερα. Το σύστημα βασίζεται στον διαχωρισμό της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Την ομοσπονδιακή νομοθετική εξουσία ασκούν οι δύο βουλές: το εθνικό συμβούλιο (Νationalrat) ή κάτω βουλή και το ομοσπονδιακό συμβούλιο (Βundesrat). Το εθνικό συμβούλιο απαρτίζεται από 183 μέλη, που εκλέγονται για μία τετραετία με αναλογικό σύστημα και άμεση καθολική ψηφοφορία των πολιτών που έχουν συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια τους. Το ομοσπονδιακό συμβούλιο αποτελείται από 64 μέλη, που εκλέγονται από τις Δίαιτες των κρατιδίων ανάλογα με τον αριθμό των κατοίκων τους. Σε περιπτώσεις εξαιρετικής σπουδαιότητας, οι δύο βουλές συνεδριάζουν από κοινού. Κάθε νόμος που ψηφίζεται από το εθνικό συμβούλιο πρέπει να επικυρωθεί και από το ομοσπονδιακό συμβούλιο, αλλά τη νομοθετική και πολιτική λειτουργία έχει κυρίως η κάτω βουλή, που εκλέγεται με άμεση ψηφοφορία.
Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας (Βundesprasident), που εκλέγεται μόνο για μία φορά και για μία εξαετία, απευθείας από το εκλογικό σώμα. Ο πρόεδρος δεν είναι πολιτικά υπεύθυνος, διορίζει τον καγκελάριο (πρωθυπουργό), ο οποίος σχηματίζει την κυβέρνηση και είναι εκπρόσωπος του μεγαλύτερου κόμματος του εθνικού συμβουλίου.
Ο έλεγχος της δημοσιονομικής δραστηριότητας του κράτους και των κρατιδίων ασκείται από το ελεγκτικό συνέδριο, ο πρόεδρος του οποίου εκλέγεται από το εθνικό συμβούλιο. Ο συνταγματικός έλεγχος ασκείται από το συνταγματικό δικαστήριο (Verfassungs-gerichtshof) που εδρεύει στη Βιέννη.Ισχυροί πολιτικοί πόλοι στην Α. είναι το Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα (OeVP) και το Ελεύθερο Κόμμα της Αυστρίας (FPOe), που μέχρι τουλάχιστον το φθινόπωρο του 2002 αποτελούσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό, καθώς και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPOe) και οι Πράσινοι (GA). Πρόεδρος της δημοκρατίας είναι ο Τόμας Κλέστιλ από το 1992 και πρωθυπουργός ο Βόλφγκανγκ Σούσελ από το 2000.Οι αστικές και ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται πρωτοδίκως από τα τοπικά δικαστήρια και κατ’ έφεση από τα δικαστήρια των κρατιδίων και των διαμερισμάτων (17), μετά από τέσσερα ανώτερα δικαστήρια των κρατιδίων (Βιέννης, Λιντς, Γκρατς και Ίνσμπρουκ) και, τέλος, από το ανώτατο δικαστήριο (Άρειος Πάγος) που εδρεύει στη Βιέννη. Οι δικαστές διορίζονται μετά από σχετική κυβερνητική εισήγηση, από τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Τα τακτικά δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα επί διοικητικών υποθέσεων, για τις οποίες αρμόδιο είναι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο (Verwaltungsgerichtshof). Το τρίτο ανώτατο δικαστήριο της Α. είναι το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο (Verfassunggerichtshof). Η μεγάλη πλειοψηφία των Αυστριακών είναι ρωμαιοκαθολικοί, σε ποσοστό περίπου 78%. Ελάχιστο ποσοστό (5%) αντιπροσωπεύουν οι διαμαρτυρόμενοι, ενώ το υπόλοιπο 17% του πληθυσμού διαμοιράζεται σε διάφορες θρησκείες, με κυριότερη τη μουσουλμανική (περ. 1%).
Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία της Α. είναι οργανωμένη σε δύο αρχιεπισκοπές και επτά επισκοπές.Στην Α. η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από την ηλικία των 6 έως 15 χρόνων και διαιρείται σε στοιχειώδη, μέση και ανώτερη. Η στοιχειώδης εκπαίδευση, διάρκειας 8 ετών, παρέχεται από δύο τύπους σχολείων, το Volksschule και το Ηauptschule. Το πρώτο παρέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις και το δεύτερο συμπληρώνει την εκπαίδευση εκείνων που θα ακολουθήσουν μετά επαγγελματικές σπουδές. Η μέση εκπαίδευση διαιρείται σε κατώτερη (4 χρόνια) και ανώτερη (4 χρόνια). Υπάρχουν επίσης τεχνικές σχολές καθώς και εμπορικές και επαγγελματικές. Πανεπιστήμια υπάρχουν στη Βιέννη, στο Γκρατς, στο Ίνσμπρουκ, στο Σάλτσμπουργκ, στο Λεόμπεν κ.α. (σύνολο 18). Η ανώτερη μουσική και καλλιτεχνική διδασκαλία γίνεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και στο Ανώτερο Ίδρυμα Μουσικής και Καλών Τεχνών, στη Βιέννη.Αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων είναι τυπικά ο πρόεδρος της δημοκρατίας και στην πράξη ο υπουργός Εθνικής Άμυνας. Ο στρατός ξηράς χωρίζεται σε τρία σώματα (Βιέννης, Γκρατς και Σάλτσμπουργκ), καθένα από τα οποία αποτελείται από δύο έως τρεις ταξιαρχίες. Το 1955 η Α. διακήρυξε την ουδετερότητά της. Το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων ήταν 35.500 το 1999. Η θητεία είναι υποχρεωτική από την ηλικία των 18, και διαρκεί επτά μήνες.Στην Α. υπάρχει πλήρης κοινωνική πρόνοια για τους κατοίκους, που καλύπτει ασθένειες και συνταξιοδότηση, καθώς και επιδόματα για ανέργους, πολύτεκνους κλπ., σε μια υποχρεωτική σύμβαση που χρηματοδοτείται από εργοδότη και εργαζόμενο. Η κρατική ασφάλιση υγείας δεν είναι όμως υποχρεωτική για όσους εργάζονται σε δική τους δουλειά. Οι Αυστριακές Άλπεις (όπως όλο το αλπικό τόξο) σχηματίστηκαν ύστερα από τη συρρίκνωση του τριτογενούς που προήλθε από την ώθηση των μεγάλων εφαπτόμενων δυνάμεων που δρούσαν από τον νότο και στην οποία οφείλεται ιδιαίτερα η γένεση των πολυάριθμων διαμηκών πτυχώσεων. Πρόκειται για μακριές παράλληλες ορεινές αλυσίδες, που χωρίζονται από βαθιές αύλακες κοιλάδων, τις οποίες οι παγετώνες και οι ποταμοί διαμόρφωσαν διαδοχικά ανάλογα με τη διάφορη δομή και το συμπαγές των πετρωμάτων. Οι λιθολογικές ζώνες εμφανίζονται στην Α. σύμφωνα με τις πιο τυπικές διαδοχή και όψη του αλπικού συστήματος. Στην πιο εσωτερική λωρίδα υπάρχουν γρανίτες και σχίστες· στην εξωτερική επικρατούν τα ιζηματογενή πετρώματα πιο πρόσφατης προέλευσης (μεσοζωικού και τριτογενούς), που αντιπροσωπεύονται από ασβεστόλιθους, ψαμμίτες και μάργες. Το πιο τραχύ τμήμα είναι το δυτικό, που επανεισέρχεται ολόκληρο στην κρυσταλλοπαγή λωρίδα, ενώ το ανατολικό παρουσιάζει γύρω από έναν κρυσταλλοπαγή πυρήνα έναν δακτύλιο πιο χαμηλών ανάγλυφων και πιο εκμεταλλεύσιμων.
Προς τα ΒΑ, οι Άλπεις χαμηλώνουν αισθητά σε αντιστοιχία με το δουνάβιο υψίπεδο, με την απαλή κυματοειδή μορφολογία, με τα σημεία παγετωνικών επεκτάσεων και με ιζηματογενή εδάφη του τριτογενούς, καλυμμένα κατά ένα μέρος από ποτάμιες προσχώσεις και από αιολικές εναποθέσεις του τεταρτογενούς.
Βορειότερα, τέλος, οι δασώδεις λόφοι του Βοημικού Ορεινού Όγκου διαδέχονται ο ένας τον άλλον· πρόκειται για αρχαία παλαιοζωικά εδάφη, πτυχωμένα από την ερκύνια συρρίκνωση, που υποβλήθηκαν πιο ύστερα σε εξωγενή ισοπέδωση και τα οποία κατέρχονται βαθμιαία προς την κοιλάδα του Δούναβη, ακολουθούμενα από πυκνές αναβαθμίδες, χαραγμένες από μικρές ποτάμιες αύλακες.Το αυστριακό έδαφος καταλαμβάνει τη βόρεια πλευρά του ανατολικού αλπικού τόξου. Στο σύνολό τους, οι Άλπεις καταλαμβάνουν περίπου τα τρία πέμπτα της χώρας. Το υπόλοιπο (η λεγόμενη Κάτω Α.) διασχίζεται από τα τελευταία νότια ανάγλυφα της Βοημίας και της Μοραβίας, που διακόπτονται από ένα βαθύπεδο, το οποίο έχει καλυφθεί κατά ένα μέρος από προσχώσεις του Δούναβη και του Μοράβα. Η χώρα είναι λοιπόν εξαιρετικά ορεινή, με μέσο υψόμετρο 1.000 μ., αλλά και ηπειρωτική, γιατί το αλπικό φράγμα την απομονώνει τόσο από κάθε μεσογειακή επίδραση όσο και από τους ανέμους του Ατλαντικού που φτάνουν εξασθενημένοι και φτωχοί σε υγρασία. Το πολύπλοκο όμως του ανάγλυφου προκαλεί ένα αληθινό μωσαϊκό κλιμάτων.
Η κρυσταλλοπαγής λωρίδα, που αντιπροσωπεύει τον σκελετό της αλπικής περιοχής, μπορεί εύκολα να χωριστεί σε δύο τμήματα, ανάλογα με το αν βρίσκεται ολόκληρη σε αυστριακό έδαφος ή είναι μοιρασμένη με την Ιταλία. Από το δυτικό τμήμα –που προχωρεί από τη δίοδο της Ρεσίας στην Κορυφή των Τριών Κυρίων (Ντράιχερενσπιτσε)– περνούν τόσο η υδροκριτική γραμμή που βρίσκεται μεταξύ της υδρογραφικής λεκάνης του Δούναβη κι εκείνης του Αδίγη, όσο και τα πολιτικά σύνορα με την Ιταλία. Έτσι, στην Α. ανήκει μόνο η βόρεια πλευρά, που αποτελείται από τις Τιρολικές Άλπεις. Οι πιο ψηλές κορυφές φτάνουν τα 3.500 μ. όπως η Βιλντ-Σπίτσε (3.774 μ.) και η Βαϊσκούγκελ (3.736 μ.) στις Άλπεις της Ετς, η Ντράιχερενσπιτσε (3.499 μ.) στις Άλπεις της Τσίλερ, όπου βρίσκεται επίσης η κορυφή Γκλόκενκαρκοπφ (2.911 μ.). Το μεγαλύτερο βάθος της ορεινής αυτής αλυσίδας είναι η δίοδος Μπρένερ (1.372 μ.) μεταξύ των κοιλάδων του Ιζάρκο και του Ζιλ. Μέρος του τμήματος αυτού αποτελούν επίσης οι Νορικές ή Πουστερικές Άλπεις (Ντέφερεγκεν-Γκεμπίργκε).
Το ανατολικό τμήμα των κρυσταλλοπαγών Άλπεων, που αποτελείται από τα Άνω και Κάτω Τάουερν, από τις Στυριανές Άλπεις και τα Όρη Λάιτα, εκτείνεται αντίθετα ολόκληρο σε αυστριακό έδαφος και αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ του Δούναβη και του παραποτάμου του Δράβου. Στα Άνω Τάουερν υψώνονται οι χιονισμένοι ορεινοί όγκοι Γκροσγκλόκνερ (με τον παγετώνα του Πάστερτσε, 3.797 μ.) που είναι η ψηλότερη κορυφή της χώρας, και Γκροσβενέντιγκερ (3.674 μ.). Αντίθετα, στα Κάτω Τάουερν, όπου τα περάσματα είναι πιο χαμηλά και πιο πολλά, καμιά κορυφή δεν ξεπερνά τα 3.000 μ. και το υψόμετρο χαμηλώνει ακόμα περισσότερο φτάνοντας στην αύλακα του Μουρ, στις Στυριανές Άλπεις (Άιζενχουτ, 2.441 μ.), που κατέρχονται προς τα ανατολικά στις κυματοειδείς πεδιάδες της Μπούργκενλαντ και προς νότο στους απαλούς λόφους του Γκρατς (Γκράτσερ Χίγκελαντ), που χαρακτηρίζονται επίσης με την ονομασία Στυριανές Προάλπεις.
Η αυτοφυής βλάστηση και η τυπική της αλπικής λωρίδας του εσωτερικού, ο δασικός μανδύας, που αποτελείται από οξιές, έλατα, λάρικες, βρίσκεται ψηλότερα από τις καλλιέργειες που εισήγαγε ο άνθρωπος στις κοιλάδες και στις εύφορες μοραινικές συσσωρεύσεις. Πέρα από τη δασική λωρίδα εκτείνονται οι βοσκότοποι κι ύστερα οι γυμνοί βράχοι ή οι παγετώνες.
Οι νότιες ιζηματογενείς Άλπεις χωρίζονται από τις κρυσταλλοπαγείς με την αύλακα της κοιλάδας του Δράβου. Στην Α. ανήκει η βόρεια πλευρά των Καρνικών Άλπεων και των Άλπεων του Καραβάνκεν, που χαρακτηρίζονται από οξείες και οδοντωτές κορυφές, κατά μήκος των οποίων περνούν τα πολιτικά σύνορα με την Ιταλία και τη Σλοβενία. Ψηλότερη κορυφή των Καρνικών Άλπεων είναι η Κόλιανς (2.780 μ.). Προς τον βορρά εκτείνονται οι Άλπεις του Γκάιλ, μέσα από τις οποίες περνά κανείς άνετα από τη δίοδο του Γκάιλμπεργκ (982 μ.). Οι Άλπεις του Καραβάνκεν, που προχωρούν από την κόγχη του Ταρβίζιο έως την έξοδο του Δράβου από το αυστριακό έδαφος, σπάνια ξεπερνούν τα 2.000 μ. και έχουν πολυάριθμα περάσματα. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται λιμναίες λεκάνες παγετωνικής προέλευσης.
Οι βόρειες ιζηματογενείς Άλπεις αποτελούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος από δολομιτικά ασβεστολιθικά πετρώματα του δευτερογενούς και χωρίζονται από την κρυσταλλοπαγή λωρίδα μέσω μιας σειράς αυλάκων-κοιλάδων που διαρρέουν οι ποταμοί Ιν, Ζάλτσαχ και Ενς, οι οποίοι ρέουν προς τον Δούναβη. Πέρα από την αύλακα του Ιν εκτείνονται οι Άλπεις του Σάλτσμπουργκ, με ψηλότερη κορυφή την Ντάχσταϊν (2.995 μ.) και οι Αυστριακές Άλπεις, σημαντικά πιο χαμηλές, στις οποίες η επικράτηση των ψαμμιτών έχει δημιουργήσει μια πιο απαλή μορφολογία. Για το μικρό ύψος τους οι βόρειες Άλπεις έχουν συχνά το όνομα Προάλπεις.
Το πιο υγρό και λιγότερο δριμύ κλίμα οφείλεται στην απήχηση της μακρινής ατλαντικής ροής που μεταφέρουν οι δυτικοί άνεμοι. Στην αλπική αυτή περιοχή, οι γεωργικές δραστηριότητες περιορίζονται στις κοιλάδες και στις μοραινικές πλαγιές των κοιλάδων αυτών. Στα βόρεια των ‘Άλπεων του Σάλτσμπουργκ και των Αυστριακών κατέρχεται προς τον Δούναβη ένα κυματοειδές υψίπεδο, που αποτελεί την ακραία ανατολική παραφυάδα του Σουηβοβαυαρικού Υψιπέδου.
Ο Δούναβης διαγράφει μια ελικοειδή αύλακα, που σε μερικά σημεία εισδύει στον Βοημικό Ορεινό Όγκο σχηματίζοντας γραφικές κλεισώρειες, ενώ αλλού διευρύνεται σε προσχωσιγενείς κοιλάδες, όπως η Τούλνερ Φελντ πάνω από την Κρεμς, και η λεκάνη της Βιέννης, ευρύ βαθύπεδο που χωρίζεται καθαρά από τις Άλπεις κατά μήκος των γραμμών του ρήγματος. Στο υψίπεδο αυτό, που είναι μοιρασμένο μεταξύ της Άνω και της Κάτω Α., βρίσκονται οι πιο κατάλληλες συνθήκες για την εγκατάσταση του ανθρώπου, χάρη στη μορφολογία και τη φύση του εδάφους που ευνοούν τη γεωργία και στην παρουσία μιας μεγάλης πλωτής οδού. Από το Σάλτσμπουργκ έως το Λιντς και τη Βιέννη εμπορικές πόλεις και γεωργικά χωριά διαδέχονται το ένα το άλλο, σε ένα τοπίο εντατικά διαμορφωμένο από τον άνθρωπο.
Στα βόρεια του Δούναβη, η Α. περιλαμβάνει το νότιο κράσπεδο του Βοημικού Ορεινού Όγκου. Η κορυφογραμμή, κατά μήκος της οποίας περνούν γενικά τα σύνορα με την Τσεχία και Σλοβακία, κατέρχεται από τα 1.378 μ. του Πλέκενσταϊν στις νότιες παρυφές του Βοημικού Δρυμού. Ανατολικότερα, μεταξύ του Τάγια (Ντίγε), του Δούναβη και του Μοράβα εκτείνονται οι ψαμμιτικοί λόφοι του τριτογενούς που κατεβαίνουν με απαλή κλίση στην πεδιάδα του Μοράβα (Μάρχφελντ). Το τοπίο καλύπτεται από δάση (Βοημικός Δρυμός) και έχει μεταμορφωθεί από μια εντατικότατη αγροτική οικονομία, χωρίς να διαχωρίζεται από την εξορυκτική εκμετάλλευση. Το ακραίο αναλυτικό κράσπεδο διαρρέει ο Μοράβας, που αποτελεί σπουδαία διαμετακομιστική οδό μεταξύ της λεκάνης του Δούναβη κι εκείνης του Όντερ. Πάνω από τη λεκάνη της Βιέννης, μεταξύ των Μικρών Καρπαθίων, του Βιεννέζικου Δρυμού και των Ορέων Λάιτα, υπάρχει τέλος ένα μικρό κράσπεδο της υψηλής ουγγρικής πεδιάδας. Εδώ το έδαφος φτάνει στα πιο χαμηλά ύψη του, κατεβαίνοντας στα 100 μ. και γνωρίζει τα πιο έντονα σημεία ηπειρωτικότητας.Το αυστριακό κλίμα επηρεάζεται κυρίως από εναλλασσόμενες επεκτάσεις του ατλαντικού κυκλώνα (που μεταφέρει υγρό και δροσερό αέρα και επικρατεί το καλοκαίρι, ιδιαίτερα στις δυτικές περιοχές) και του ρωσοσιβηρικού αντικυκλώνα (που μεταφέρει ψυχρό και ξηρό αέρα και επικρατεί τον χειμώνα, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές). Επικρατούν οι δυτικοί άνεμοι, που εκτείνονται στις ανοιχτές διαμήκεις κοιλάδες και στα βόρεια υψίπεδα, μέχρι τη λεκάνη της Βιέννης. Τοπικό χαρακτήρα και ακατάστατη πνοή έχουν αντίθετα ο σιρόκος, θερμός και υγρός ΝΑ άνεμος, που φτάνει το φθινόπωρο και την άνοιξη έως τις ΝΑ περιοχές, και ο φεν, θερμός και ξηρός άνεμος που φυσά γενικά από τον νότο και πνέει το χειμερινό εξάμηνο στο Φόραρλμπεργκ και στην άνω κοιλάδα του Ιν, επιταχύνοντας κατά το φθινόπωρο την ωρίμανση της συγκομιδής, ενώ κατά τον Φεβρουάριο προκαλεί πρόωρη τήξη των χιονιών με συνέπειες την πτώση χιονοστιβάδων και αναπάντεχες πλημμύρες των ποταμών.
Η ορεινή φύση της χώρας διευκολύνει τη συμπύκνωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας που μεταφέρουν οι άνεμοι του Ατλαντικού και της Αδριατικής, γι’ αυτό και ο ετήσιος βροχομετρικός όγκος είναι ανώτερος από τα 500 χιλιοστά και επαρκής για τις ανάγκες της γεωργίας. Υπάρχει όμως μια βαθμιαία ποσοτική ελάττωση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, που αντιστοιχεί προς την αύξηση της ηπειρωτικότητας. Τον χειμώνα χιονίζει συχνά. Το όριο των αιώνιων χιονιών κυμαίνεται μεταξύ 2.500 και 2.800 μέτρων.Στο αυστριακό έδαφος αντιπροσωπεύονται οι περιοχές της χλωρίδας της Μεσευρώπης, των Άλπεων και της Πανονίας. Λόγω των κλιματικών συνθηκών, η αυτοφυής βλάστηση είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος δασική, με επικράτηση των κωνοφόρων (ελάτων και λαρίκων). Τα πλατύφυλλα δέντρα (οξιά, δρυς και καστανιά) εμφανίζονται στις κατώτερες πλαγιές των αλπικών κοιλάδων. Κάτω από τα 400 μ., στις πεδιάδες του Μοράβα και της Μπούργκενλαντ, απαντάται ποώδης βλάστηση τύπου στέπας, με αφθονία θάμνων.Με εξαίρεση τον Φόραρλμπεργκ, παραπόταμο του Ρήνου, και ένα μικρό μέρος του Βοημικού Δρυμού το οποίο διαρρέει ο Μολδάβας, παραπόταμος του Έλβα, όλο το υπόλοιπο αυστριακό έδαφος στέλνει τα νερά του στον Δούναβη. Ο μεγάλος αυτός ευρωπαϊκός ποταμός μπαίνει στην Α. στο Πάσαου, σε ύψος 290 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, λίγο πιο κάτω από τη συμβολή σε αυτόν του Ιν, που φέρνει στον Δούναβη σημαντική ποσότητα νερού, η οποία τον κάνει πλωτό. Διαρρέει το αυστριακό έδαφος περίπου επί 350 χλμ. με γενική κατεύθυνση προς τα ανατολικά, μεταξύ του Βοημικού Δρυμού και των υποαλπικών υψιπέδων. Δέχεται από τα δεξιά μερικούς μεγάλους παραπόταμους, όπως ο Τράουν, που χύνεται κοντά στο Λιντς, ο Ενς και ο Ιμπς, και οι δύο στο αυστριακό έδαφος. Ο Λάιτα, αντίθετα, συμβάλλει στον Δούναβη μόνο στην Ουγγαρία, ενώ ο Δράβος (Ντράβα) χύνεται σε αυτόν μετά την είσοδό του στη Σλοβενία. Σημαντικός παραπόταμος είναι ο Μοράβας, που για ένα διάστημα αποτελεί φυσικό σύνορο με την Τσεχία και Σλοβακία και χύνεται στον Δούναβη πάνω από την Μπρατισλάβα. Αφού διασχίσει τη λεκάνη της Βιέννης, ο Δούναβης βγαίνει από την Α. μέσα από την ουγγρική πύλη ανάμεσα στους λόφους Λάιτα και στα μικρά Καρπάθια. Στη Βιέννη έχει μέση παροχή περίπου 1.700 κυβ. μ./δ., ακανόνιστη όμως, που χαρακτηρίζεται από έντονες πτώσεις της στάθμης του νερού τον χειμώνα και πλημμύρες το καλοκαίρι. Αποκλείεται από τους πάγους περίπου δύο μήνες τον χρόνο. Ο Ιν είναι ο μεγαλύτερος παραπόταμος του Δούναβη, αλλά στην Α. ανήκει μόνο ο μέσος ρους του. Έχει παγετωνική παροχή με μακροχρόνιες πτώσεις της στάθμης του κατά τον χειμώνα. Ο άλλος σπουδαίος παραπόταμος του Δούναβη είναι ο Δράβος, που πηγάζει σε ιταλικό έδαφος.
Η Α. δεν είναι πλούσια σε λίμνες. Στο Φόραρλμπεργκ έχει μόνο την ανατολική όχθη της λίμνης Κωνσταντίας. Προαλπικές λίμνες βρίσκονται στην Άνω Α., στην περιοχή του Ζαλτσκάμεργκουτ. Ένα άλλο λιμναίο διαμέρισμα βρίσκουμε στην Καρινθία, στην άνω λεκάνη του Δράβου και στην κόγχη της Κλάγκενφουρτ, όπου υπάρχουν οι λίμνες Βερτ, Βάισεν, Μίλστετ και Όσιαχ. Στο ανατολικό άκρο της χώρας, τέλος, βρίσκεται η λίμνη Νόιζιντλ.Ο γερμανικός πληθυσμός της Α. προήλθε από τη διάσπαση της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας σε επιμέρους κράτη. Από πλευράς συνθέσεως του πληθυσμού, οι Γερμανοί αγγίζουν το 98%, ενώ το υπόλοιπο 2% διαμοιράζονται διάφορες εθνότητες, όπως Κροάτες και Σλοβένοι.Η πρώτη απογραφή της Α. με τα σημερινά σύνορά της, πραγματοποιήθηκε το 1923, μετά την έξοδο των μη Γερμανών αυτοκρατορικών υπηκόων, οι οποίοι ξαναγύρισαν στις ανεξάρτητες πλέον χώρες τους. Έδειξε τότε 6.534.742 κατοίκους. Συγκρίνοντας τον αριθμό αυτό με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής (8.150.835 κάτ. το 2001), παρατηρούμε μια πολύ μικρή αύξηση μέσα σε 80 σχεδόν χρόνια. Ο ρυθμός ετήσιας αύξησης του πληθυσμού είναι μόλις 0,24% (2001), ενώ η μέση πυκνότητα 97 κατ. ανά τ. χλμ. και το προσδόκιμο ζωής τα 77,84 χρόνια για τους άντρες και τα 81,15 χρόνια για τις γυναίκες.
Η κατανομή του πληθυσμού είναι ακόμα και σήμερα κάθε άλλο παρά ομοιόμορφη και έχει σχέση προπάντων με τις διαφορετικές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος. Οι απαλές μορφές του ανάγλυφου είναι πρωταρχικός παράγοντας έλξης, στον οποίο ωστόσο πρέπει να προστεθεί η φύση του εδάφους, που καθορίζει ανάμεσα στ’ άλλα διαφόρους βαθμούς γονιμότητας στα γεωργικά εδάφη. Σχετικά ευνοϊκές συνθήκες παρουσιάζουν οι κρυσταλλοπαγείς ζώνες, αλλά οι κυριότεροι αγροτικοί οικισμοί βρίσκονται στις μαργώδεις και ψαμμιτικές ζώνες κι εκεί όπου αφθονούν οι προσχωματικές εναποθέσεις. Αξιοσημείωτη έλξη ασκούν επίσης τα μεταλλεία και οι κυριότερες ποτάμιες, σιδηροδρομικές και οδικές συγκοινωνίες. Αποφασιστικός παράγοντας κατά τον περασμένο αιώνα υπήρξε τέλος η βιομηχανική ανάπτυξη που προσέλκυσε τεράστιες μάζες εργατών στα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Βιέννης, του Λιντς και του Γκρατς, σε αντίθεση με τη μείωση της γεωργικοδασικής πυκνότητας εξαιτίας της μηχανοποίησης.
Στην αλπική λωρίδα, το τμήμα με τη μεγαλύτερη πυκνότητα είναι των Στυριανών Άλπεων, που διασχίζεται από κοιλάδες και είναι πλούσιο σε ορυκτά. Ο πληθυσμός συγκεντρώνεται επίσης στη μεγάλη κοιλάδα του Δράβου και στη λεκάνη της Κλάγκενφουρτ. Αραιοκατοικημένες σχετικά είναι οι βόρειες ασβεστολιθικές Άλπεις, ενώ αξιοσημείωτη σχετική πυκνότητα υπάρχει στις Αυστριακές Άλπεις. Οι πεδινές και λοφώδεις περιοχές που βρίσκονται κατά μήκος του Δούναβη προσφέρουν πιο ευνοϊκές συνθήκες, αλλά η μεγαλύτερη πυκνότητα παρατηρείται στη λεκάνη της Βιέννης. Αραιοκατοικημένη είναι, αντίθετα, η στεπική πεδιάδα της Μπούργκενλαντ, ενώ στους ΝΑ λόφους, όπου καλλιεργούνται δημητριακά, αμπέλια και οπωροφόρα, η πυκνότητα είναι μεγαλύτερη. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παρατηρούνται κατά μήκος του ποταμού Μουρ και στο βιομηχανικό διαμέρισμα του Γκρατς.Ακριβώς κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Δούναβη, που αποτελούσε το ρωμαϊκό όριο (limen) ιδρύθηκαν μερικά οχυρωμένα στρατόπεδα (πρώτο απ’ όλα το στρατόπεδο της Καρνούντος, ύστερα της Βινδοβόνας και της Δαφνούντος)· αργότερα σε αυτά χτίστηκαν κέντρα που στον Μεσαίωνα γνώρισαν μεγάλη άνθηση, είτε ως οχυρά είτε ως επισκοπικές έδρες. Πόλοι έλξης επίσης υπήρξαν τα πολυάριθμα μεσαιωνικά μοναστήρια, ενώ το πολεοδομικό φαινόμενο πήρε μια ακόμα ώθηση όταν η Α. έγινε το κέντρο της Αγίας Ρωμαϊκής (γερμανικής) αυτοκρατορίας. Κυριότερες πόλεις της χώρας σήμερα είναι η πρωτεύουσα Βιέννη (βλ. λ.), το Γκρατς (βλ. λ.), το Λιντς (βλ. λ.), το Σάλτσμπουργκ (βλ. λ.) και το Ίνσμπρουκ (βλ. λ.).Μόλις από το 1955 ήταν δυνατόν να ξαναγίνει λόγος για μια ανεξάρτητη και δημοκρατική Α., ικανή να εφαρμόσει, με την οικονομική βοήθεια που πήρε, μια πολιτική εκβιομηχάνισης σε εθνική κλίμακα. Η πολιτική ηρεμία ενισχύθηκε με τη διακήρυξη διαρκούς ουδετερότητας με την οποία η Α. έγινε ένα στοιχείο ισορροπίας μεταξύ ανατολικής και δυτικής Ευρώπης. Το 1956, περίπου το 1/4 της αυστριακής βιομηχανίας εθνικοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας αργής αλλά σοβαρής προσπάθειας μεταβολής της οικονομικής διάρθρωσης. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 1980. Στη δεκαετία 1980-1990 έγιναν πολλές προσπάθειες ιδιωτικοποιήσεων οι οποίες συνεχίστηκαν το 1993 με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που αφορούσε και τομείς όπως η ενέργεια και οι τράπεζες, οι οποίοι μέχρι το 1993 δεν είχαν ιδιωτικοποιηθεί. Παρά τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν, οι προοπτικές της αυστριακής οικονομίας είναι θετικές και η κυβέρνηση συνεχίζει τα τελευταία χρόνια την πολιτική λιτότητας με βασικό στόχο τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών. Η Α. είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1995.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) στην περίοδο 1985-1993 αυξήθηκε κατά μέσο όρο 2,1% και έφτασε το 2000 τα 203.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 25.000 δολ. την ίδια χρονιά. Βασικές χώρες εξαγωγής και εισαγωγής είναι οι χώρες μέλη της ΕΕ.
Με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ασχολείται περίπου το 7% του ενεργού πληθυσμού, το 35% απασχολείται στη βιομηχανία και το 56% στον τομέα των υπηρεσιών. Η γεωργική παραγωγή καλύπτει σχεδόν όλες τις ανάγκες της χώρας. Τα βασικά γεωργικά προϊόντα που παράγει είναι σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και ζαχαρότευτλα. Οι κτηνοτρόφοι εκτρέφουν κυρίως αγελάδες (2,5 εκατ.), χοίρους (3,6 εκατ.) και κοτόπουλα (13 εκατ.). Η βιομηχανία είναι αρκετά αναπτυγμένη και η βιομηχανική παραγωγή περιλαμβάνει σίδηρο, μηχανές, αυτοκίνητα, ηλεκτρικά μηχανήματα, μεταλλικά προϊόντα, τρόφιμα, χαρτί, χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Ο ορυκτός πλούτος της χώρας περιλαμβάνει σίδηρο, άνθρακα και μαγνήσιο. Βασική πηγή ενέργειας είναι το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί (οι οποίοι καλύπτουν περίπου το 70% της συνολικής ενέργειας).
Ο πληθωρισμός ανέρχεται σε 2% και η ανεργία 5,4% (2000).
Το περιβάλλον είναι προστατευόμενο σε υψηλό βαθμό και η περιβαλλοντική συνείδηση παίζει σημαντικό ρόλο. Χρησιμοποιείται η ανακύκλωση, τα αυτοκίνητα είναι καταλυτικά και η Α. έχει αποδεχθεί όλες τις σχετικές με το περιβάλλον συμφωνίες.Συνολικά, τα φυσικά χαρακτηριστικά της Α., που είναι στο μεγαλύτερο μέρος της ορεινή, δεν ευνοούν τις αγροτικές επαρχίες. Παρά την επιμέλεια και τις προοδευμένες καλλιεργητικές μεθόδους, με τη γεωργία ασχολείται περίπου το 7% του πληθυσμού. Οι καλύτερες αγροτικές περιοχές, όπου επίσης οι διαστάσεις των κτημάτων είναι μεγαλύτερες και η ιδιοκτησία λιγότερο τεμαχισμένη, είναι συγκεντρωμένες στους κυματιστούς κάμπους της Άνω και της Κάτω Α. Οι σημαντικότερες γεωργικές παραγωγές αποτελούνται από στάρι, κριθάρι, πατάτες και ζαχαρότευτλα, που αρκούν για τις εσωτερικές ανάγκες. Άλλος σημαντικός κλάδος της αυστριακής γεωργίας είναι η αμπελοκαλλιέργεια.
Ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές της αυστριακής οικονομίας είναι η ύπαρξη δασών που καλύπτουν το 38,2% του εδάφους. Η ξυλεία είναι από τις λίγες πρώτες ύλες που η χώρα διαθέτει σε σημαντική ποσότητα για εξαγωγή. Τα προϊόντα των δασών τροφοδοτούν πολλά πριονιστήρια και βιομηχανίες ξυλοπολτού, κυτταρίνης και χαρτιού. Η διαθέσιμη υδροηλεκτρική ενέργεια σε πολλές αλπικές κοιλάδες (Πίντσγκαου, Πόνγκαου, κοιλάδες του Ενς και του Γκάιλ) ευνόησε την ανάπτυξη της βιομηχανίας αυτής. Το αυστριακό φυσικό περιβάλλον προσφέρει άφθονους βοσκότοπους και επομένως ευνοεί τη σημαντική ανάπτυξη της εκτροφής αγελάδων. Στην αλπική περιοχή συγκεντρώνονται σχεδόν όλοι οι βοσκότοποι που εκτείνονται όχι μόνο πάνω από τα όρια των δασών, αλλά και εισχωρούν βαθιά μέσα στη δασική περιοχήΣτη λοφώδη και στην πεδινή περιοχή η κτηνοτροφία είναι εντατικού τύπου (κυρίως στάβλοι), που τροφοδοτείται άριστα από εκτεταμένες καλλιέργειες κτηνοτρόφων. Η εκτροφή αγελάδων είναι από τις πιο σημαντικές κτηνοτροφικές ασχολίες αλλά οι χοίροι, των οποίων ο αριθμός είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των βοοειδών, αυξάνουν συνεχώς και διαδίδονται περισσότερο στις αγροτικές περιοχές γύρω από τις μεγάλες πόλεις, όπου η διατροφή τους γίνεται με πατάτες και με τα υπολείμματα της τυροκομίας. Όπως συμβαίνει σχεδόν παντού, η μηχανοποίηση της γεωργίας περιορίζει την εκτροφή αλόγων που στην Α. είχε πολύ μακρά παράδοση, ενώ αντιθέτως ενισχύθηκε η πτηνοτροφία.Αρχαϊκή περίοδος. Από τη λίθινη εποχή και την εποχή του σιδήρου ήταν ήδη κατοικημένη η χώρα που αργότερα ονομάστηκε Α.. Η πρώτη φυλή όμως που κατονομάζεται στην ιστορία ως εγκατεστημένη εκεί ήταν οι Κέλτες. Λέγεται μάλιστα ότι το 335 π.Χ. στον Κάτω Δούναβη, ο Μέγας Αλέξανδρος δέχτηκε πρέσβεις των Κελτών που του προσέφεραν φιλία και του ζήτησαν ειρήνη.
Το 113 π.Χ. οι Ρωμαίοι, θέλοντας να αντιταχθούν στην εισβολή των Κίμβρων και των Τευτόνων στην Καρινθία, εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στο Βίνερβαλντ και στο Τιρόλο, στην περιοχή εκείνη που ονομάστηκε επί Αυγούστου επαρχία του Νορικού. Εκεί ίδρυσαν τη Vindobona (Βιέννη) και το Ιuvavum (Σάλτσμπουργκ). Το Νορικό χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι στην προσπάθειά τους να επεκταθούν προς την Πανονία. Το Νορικό ήταν το αμυντικό τους οχυρό όταν πολεμούσαν τους βαρβάρους, ακόμα και μέχρι τους χρόνους του Μάρκου Αυρηλίου. Το ρωμαϊκό αμυντικό σύστημα, όμως, αποδείχτηκε ανίσχυρο να συγκρατήσει τα γερμανικά φύλα (Βαυαρούς και Αλαμανούς) που από τον 4ο μέχρι τον 6ο αι. εγκαταστάθηκαν διαδοχικά στη Στυρία και την Καρινθία, αφομοιώνοντας και εκγερμανίζοντας το κελτορωμαϊκό στοιχείο. Στο διάστημα αυτό, διάφοροι σλαβικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν επίσης στις κοιλάδες του Μουρ, του Δράβου και του Σάβου, ενώ Ούννοι, Άβαροι και Μαγυάροι κατοίκησαν στο λεκανοπέδιο της Πανονίας.
Από τους Φράγκους στον Μεσαίωνα. Το φραγκικό βασίλειο περιέλαβε αργότερα το αυστριακό έδαφος στις κτήσεις του. Κι έτσι, στην εποχή του Καρλομάγνου δεν μιλάμε πια παρά για την Ανατολική Μαρκιονία (Όστμαρκ). Οι Ούγγροι έκαναν αλλεπάλληλες επιδρομές και λεηλάτησαν τη χώρα που στο μεταξύ είχε εκχριστιανιστεί από τους επισκόπους της Βαυαρίας και του Σάλτσμπουργκ καθώς και από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, αλλά νικήθηκαν τελικά στην Αυγούστα (955) από τον Όθωνα τον Μέγα. Η Ανατολική Μαρκιονία, μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους που πραγματοποίησε ο Όθωνας, αποτέλεσε (976) φέουδο του Λεοπόλδου Μπάμπενμπεργκ, του πρώτου στη σειρά από τους δώδεκα μαργράβους που για τρεις ολόκληρους αιώνες κυβέρνησαν την Α.
Η Α. έγινε κληρονομικό δουκάτο με τον Ερρίκο Β’ Γιαζομίργκοτ (1141-1171). Τότε εξελίχτηκε και η Βιέννη σε σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο, όταν λογοτεχνία και τέχνη γνώρισαν εκεί ξεχωριστή άνθηση. Ο Λεοπόλδος Ε’ ο Ενάρετος (1177-1194) κατέκτησε τη Στυρία και την προσέθεσε στο δουκάτο του, ενώ ο Λεοπόλδος ΣΤ’ ο Ένδοξος (1198-1236) ονομάστηκε αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος για λογαριασμό του Φρειδερίκου Β’, ο οποίος, όταν έσβησε ο οίκος των Μπάμπενμπεργκ, χώρισε το δουκάτο (1246) σε δύο περιοχές: στην Α. και τη Στυρία. Από τη διαίρεση αυτή επωφελήθηκαν οι βασιλιάδες της Βοημίας Βεγκέσλαος και Οδόακρος Β’ που σκόπευαν πάντοτε να σχηματίσουν ένα σλαβογερμανικό κράτος.
Τα φιλόδοξα σχέδια των Βοημών βασιλιάδων αναχαιτίστηκαν όμως όταν στον ορίζοντα προέβαλαν οι Αψβούργοι, μια οικογένεια Ελβετο-Αλσατών φεουδαρχών που συνέδεσαν με τις τύχες τους και τις τύχες της ίδιας της χώρας για πολλούς αιώνες. Ο Ροδόλφος των Αψβούργων ήταν ένας ιδιαίτερα φιλόδοξος άρχοντας. Αφού ονομάστηκε (1273) αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και βασιλιάς της Γερμανίας, κατατρόπωσε τον Οδόακρο και έγινε κύριος της Α. (1278, μάχη του Μάρχφελντ). Η ημερομηνία αυτή ήταν ορόσημο τόσο στην ιστορία της Α., όσο και στην ιστορία της δυναστείας. Η χώρα έγινε από τότε κέντρο των αψβουργικών κτήσεων που μέχρι την εποχή εκείνη ήταν τοποθετημένες στην Ελβετία και την Αλσατία, και η Α. έγινε το κέντρο του γερμανικού πολιτισμού που απλωνόταν και αγκάλιαζε τα γειτονικά φύλα.
Όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Αλβέρτος Α’ και άρχισε τις επιτυχημένες εξορμήσεις του στη Βοημία και την Ουγγαρία, αντέδρασαν έντονα οι Λούξεμπουργκ και οι Βίτελσμπαχ της Βαυαρίας· οι τελευταίοι αυτοί μάλιστα πήραν και το αυτοκρατορικό αξίωμα από τους Αψβούργους και το κράτησαν μέχρι το 1437. Οι Αψβούργοι, μετά την ήττα του Φρειδερίκου του Ωραίου (γιου του Αλβέρτου) στο Μίλντορφ (1322) από τον Λουδοβίκο του Βίτελσμπαχ, περιορίστηκαν στη σταθεροποίηση των κτήσεών τους στην Καρινθία και την Καρνιόλη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η δυναστεία διασπάστηκε κιόλας όταν μετά τον θάνατο του Ροδόλφου Δ’ (1365), οι αδελφοί του Αλβέρτος και Λεοπόλδος διαχώρισαν τα εδάφη του οίκου τους, δημιουργώντας έτσι δύο δυναστικές γραμμές των Αλβέρτων και των Λεοπόλδων, από τις οποίες η δεύτερη προσάρτησε την Τεργέστη το 1382. Η ανάκτηση της αυτοκρατορίας από τους Αψβούργους έγινε το 1437 με τον Αλβέρτο Ε’, ο οποίος πραγματοποίησε μια εφήμερη ενοποίηση της Α., της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Όταν έσβησε ο αλβερτιανός δυναστικός κλάδος, την ενότητα του οίκου αποκατέστησε ο Φρειδερίκος Γ’, η βασιλεία του οποίου διαταράχτηκε από σκληρούς αγώνες εναντίον της Βοημίας των Ουσιτών και της Ουγγαρίας του Ματθία Κορβίνου. Μετά τον θάνατο του Φρειδερίκου Γ’ η δυναστεία ενισχύθηκε, χάρη και στον γάμο του Μαξιμιλιανού, γιου του Φρειδερίκου, με τη Μαρία της Βουργουνδίας, κόρη και κληρονόμο του Καρόλου του Τολμηρού, γάμο ο οποίος έφερε στους Αψβούργους τις κτήσεις της Βουργουνδίας και των Κάτω Χωρών.
Από τον 14ο μέχρι τον 18ο αι. Από τον Μαξιμιλιανό Α’ (1493-1519) χρονολογείται η πραγματική ακμή της Α. Ικανός αναδιοργανωτής των εσωτερικών θεσμικών διαρθρώσεων, συγκεντρώνοντας υπό την εξουσία του όλες τις κληρονομικές κτήσεις των Αψβούργων και αποκτώντας νέα εδάφη στο Τιρόλο, στο Τρεντίνο και στην κομητεία της Γκορίτσια, ο Μαξιμιλιανός κατέστησε την Α. ισχυρό ευρωπαϊκό και χριστιανικό προμαχώνα κατά της τουρκικής απειλής. Με τον γάμο του γιου του Φιλίππου του Ωραίου με την Ιωάννα, κόρη του Φερδινάνδου της Αραγονίας και της Ισαβέλλας της Καστίλης, εξασφάλισε στη δυναστεία και τη διαδοχή του ισπανικού θρόνου. Με τον γάμο των εγγονών του Φερδινάνδου και της Μαρίας με τους κληρονόμους του Βλαδίσλαου, βασιλιά της Βοημίας και της Ουγγαρίας, εξασφάλισε και τη διαδοχή στον θρόνο των δύο αυτών κεντροευρωπαϊκών βασιλείων.
Μετά τον θάνατο του Μαξιμιλιανού (1519), ο εγγονός του Κάρολος Α’ της Ισπανίας (Κάρολος Ε’) συνένωσε τις ισπανικές κτήσεις με τις κτήσεις της Α. και της Γερμανίας, δείχνοντας ότι πραγματοποιούσε στ’ αλήθεια με τη νέα αυτοκρατορία τον λόγο του παππού του Φρειδερίκου Γ’: «Η Α. πρέπει να κυβερνήσει την οικουμένη» («Αustriae est imperare orbi universo»). Η απέραντη όμως αυτοκρατορία χρειάστηκε κάποτε να μοιραστεί. Ο Κάρολος Ε’ εμπιστεύτηκε τη διακυβέρνηση της Α. στον αδελφό του Φερδινάνδο, αυτοκράτορα (1556-1564), που από το 1526 είχε και το στέμμα της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Μέσα στη σοβαρή κρίση που είχε προκαλέσει την εποχή εκείνη σε πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες η Μεταρρύθμιση, η δυναστεία των Αψβούργων ανέλαβε την προάσπιση του καθολικισμού. Ο Μαξιμιλιανός Β’ (1564-1576) μπορεί να επέδειξε μετριοπάθεια απέναντι στους προτεστάντες, αλλά με τον Ροδόλφο Β’ (1576-1612) η θρησκευτική μισαλλοδοξία ώθησε τους λουθηρανούς να συγκεντρωθούν στην Ευαγγελική Ένωση (1608), στην οποία αντιτάχθηκε η Καθολική Ένωση τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος της βασιλείας του Ματθία, αδελφού του Ροδόλφου Β’, η δυσαρέσκεια των Βοημών ήταν ήδη έκδηλη. Η προτεσταντική εξέγερση που έγινε γνωστή ως εκπαραθύρωση της Πράγας (1618) ήταν το πρώτο επεισόδιο του Τριακονταετούς πολέμου (1618-48). Την εκπαραθύρωση ακολούθησαν η μάχη του Λευκού Όρους (1621) όπου νίκησε ο Φερδινάνδος Β’ (1619-1637), καθώς και ο ανελέητος διωγμός των Βοημών προτεσταντών.
Ο Τριακονταετής πόλεμος δεν έφερε στην Α. τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η παραχώρηση των τελευταίων κτήσεων της Αλσατίας στον Λουδοβίκο ΙΔ’ με την ειρήνη της Βεστφαλίας (1648) επισφράγισε την εξασθένηση της αυστριακής δύναμης στη Δύση. Έτσι, οι Αψβούργοι στράφηκαν ξανά στην Ανατολή, σε έναν πιο αποφασιστικό αγώνα εναντίον των Τούρκων. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λεοπόλδου Α’ (1658-1705), τα συμμαχικά στρατεύματα που διοικούσε ο Κάρολος της Λορένης και ο Πολωνός βασιλιάς Ιωάννης Σομπιέσκι απέκρουσαν τον τουρκικό στρατό που προωθήθηκε πολλές φορές έως τη Βιέννη. Τα 15 χρόνια που ακολούθησαν, ο αμυντικός πόλεμος έγινε επιθετικός, και όταν ο Ευγένιος της Σαβοΐας επικεφαλής των αυστριακών στρατευμάτων νίκησε στη Ζέντα (1697), η Ουγγαρία και η Τρανσυλβανία προσαρτήθηκαν στην Α. Με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), το αυστριακό βασίλειο αποκτούσε νέες δυνατότητες επέκτασης και επιρροής στη ζώνη των Βαλκανίων. Δεν είχε, αντίθετα, τόσο ευνοϊκά αποτελέσματα ο πόλεμος για τη διαδοχή του ισπανικού θρόνου (1700-14), που οδήγησε στην οριστική παραίτηση των Αψβούργων από την Ισπανία. Ο Κάρολος ΣΤ’ (1711-1740) έλαβε ως αντάλλαγμα, με τη συνθήκη του Ράστατ (1714), τις Κάτω Χώρες και τις ισπανικές κτήσεις της Ιταλίας, εκτός από τη Σικελία, που την αντάλλαξε με τη Σαρδηνία το 1720.
Ο Κάρολος ΣΤ’ που δεν είχε άρρενες διαδόχους, καθιέρωσε με την Πραγματική Κύρωση (Sanctio Ρragmatica) την αρχή της διαδοχής και από θηλυκά μέλη της βασιλικής οικογένειας, προς όφελος της κόρης του Μαρίας Θηρεσίας. Η Πραγματική Κύρωση δημιούργησε πολλές αντιθέσεις ανάμεσα στην Α. και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Καρόλου ΣΤ’· έτσι, με την εισβολή του Φρειδερίκου Γ’ της Πρωσίας άρχισε ο πόλεμος της διαδοχής του αυστριακού θρόνου. Η ειρήνη όμως του Εξ-λα-Σαπέλ (1748) άφηνε στη Μαρία Θηρεσία, παρά την απώλεια της Σιλεσίας, όλες τις άλλες κτήσεις των Αψβούργων. Ο αυστροπρωσικός ανταγωνισμός υπήρξε η αιτία του Επταετούς πολέμου (1756-63), που εξασφάλισε στην Πρωσία την κατοχή της Σιλεσίας. Το γόητρο της Α., ωστόσο, περισώθηκε χάρη στην προσέγγιση στη Γαλλία και στα εδαφικά κέρδη που προήλθαν από την προσάρτηση της Γαλικίας (1772), της Βουκοβίνας (1775) και της κοιλάδας του Ιν (1779).
Το σημαντικότερο όμως έργο της Μαρίας Θηρεσίας δεν ολοκληρώθηκε στα πεδία των μαχών αλλά στις πολιτιστικές κατακτήσεις. Και ήταν ένα έργο μεταρρυθμιστικό. Η ενοποίηση της νομοθεσίας, η γενίκευση των φορολογικών υποχρεώσεων, η μείωση της δικαιοδοσίας των τοπικών εξουσιών και η δημιουργία (1761) ενός συμβουλίου του κράτους ως ανώτατου διοικητικού οργάνου ήταν από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της εποχής. Η βιομηχανία σημείωσε νέα άνοδο και η εκπαίδευση έγινε από το 1770 υποχρεωτική. Ο διάδοχός της Ιωσήφ Β’ (1780-1790) έκανε μεγάλες εκκλησιαστικές, διοικητικές, δικαστικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, προσπάθησε να στερεώσει τις βάσεις της αυτοκρατορίας του και να εκγερμανίσει τις κτήσεις του. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ανάμεσα στην Τουρκία και τη Ρωσία, ο Ιωσήφ δεν δίστασε να ταχθεί κατά των Τούρκων. Με το διάταγμα της ανεξιθρησκίας ευνόησε τις θρησκευτικές μειονότητες, ενώ με τον νόμο για την κατάργηση των μοναστηριών και με τη δήμευση της περιουσίας τους βρέθηκε σε ισχυρή σύγκρουση με την εκκλησία της Ρώμης. Στο εσωτερικό, πολλές από τις μεταρρυθμίσεις αυτές καταργήθηκαν από τον Λεοπόλδο Β’ (1790-92), ο οποίος προσχώρησε στον πόλεμο εναντίον της επαναστατικής Γαλλίας (20 Απριλίου 1792). Οι στρατιωτικές αποτυχίες, οι απώλειες εδαφών μετά τις συνθήκες του Καμποφόρμιο, της Λινεβίλ, του Πρεσβούργου και του Σένμπρουν, οι δύο κατοχές της Βιέννης από τους Γάλλους, η επαναπροσέγγιση στη Γαλλία που επισφραγίστηκε με τον γάμο του Ναπολέοντα με τη Μαρία Λουίζα των Αψβούργων, η ανατροπή των συμμαχιών που επακολούθησε, έως την τελική ήττα των Γάλλων, είναι οι σημαντικότεροι σταθμοί της αυστριακής ιστορίας από το 1797 μέχρι το Συνέδριο της Βιέννης. Από το 1809, ο Φραγκίσκος Β’ (1792-1835) είχε τοποθετήσει επικεφαλής του κράτους τον πρίγκιπα Μέτερνιχ, που ως πολιτικός κράτησε τις πιο ακραίες συντηρητικές θέσεις.
Ο 19ος αι. Το Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815), του οποίου εμπνευστής και πρωταγωνιστής ήταν ο Μέτερνιχ, υπήρξε ο θρίαμβος του συντηρητισμού, με την προσπάθεια αποκατάστασης της παλιάς ισορροπίας που είχε διαταραχτεί από τη Γαλλική επανάσταση. Λίγα χρόνια αργότερα το Ανατολικό Ζήτημα (βλ. λ.) και η εθνική εξέγερση των Ελλήνων είχαν αρχίσει να κινούν το ενδιαφέρον ολόκληρης της Ευρώπης. Στο Συνέδριο του Λάιμπαχ (1821), ο Μέτερνιχ κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πείσει τον τσάρο ότι κινδύνευε από την ενδεχόμενη συνένωση των επαναστατημένων λαών της Ευρώπης. Στα απομνημονεύματά του ο Μέτερνιχ βεβαίωνε ότι η «Ελληνική Επανάσταση ήταν το πιο δυσάρεστο επεισόδιο όλης της πολιτικής μου ζωής». Όταν αργότερα η Ευρώπη εκδήλωσε τη συμπάθειά της προς την επαναστατημένη Ελλάδα, η Α. βρέθηκε απομονωμένη στην ανατολική της πολιτική. Το 1830, μετά την αποτυχημένη επέμβαση κατά της επανάστασης του Ιουλίου στη Γαλλία, η Ιερή Συμμαχία άρχισε να καταρρέει, οι σχέσεις της Α. με τη Μεγάλη Βρετανία ψυχράθηκαν και η πολιτική του Μέτερνιχ γνώρισε την πρώτη της σημαντική ήττα. Η εσωτερική κατάσταση στη χώρα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη και η οικονομία είχε αρχίσει να κλονίζεται. Ως απήχηση της παρισινής εξέγερσης του 1848 ξέσπασαν οι εξεγέρσεις της Βιέννης, που τις ακολούθησαν οι εξεγέρσεις της Βουδαπέστης, της Πράγας, του Μιλάνου και της Βενετίας. Ο Φερδινάνδος Α’ (1835-1848), υποχρεώθηκε να παύσει τον Μέτερνιχ, να συγκαλέσει το κοινοβούλιο και να παραχωρήσει ένα σύνταγμα στηριζόμενο στην άμεση και καθολική ψηφοφορία. Βασίστηκε στον στρατό για να καταπνίξει τα επαναστατικά κινήματα στην Ιταλία και την Α. Τον Δεκέμβριο του 1848 παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του εγγονού του Φραγκίσκου Ιωσήφ (1848-1916), ο οποίος τον Μάρτιο του 1849 δημοσίευσε ένα νέο σύνταγμα που, χωρίς ποτέ να εφαρμοστεί, καταργήθηκε επίσημα το 1851.
Η μακρόχρονη βασιλεία του Φραγκίσκου Ιωσήφ χαρακτηρίζεται από τον αδυσώπητο αγώνα του συγκεντρωτικού απολυταρχισμού εναντίον των συνταγματικών αιτημάτων και του ουγγρικού, ιταλικού και βοημικού εθνικισμού. Η συντριβή του αυστριακού στρατού στο Σολφερίνο (1859) είχε ως συνέπεια την απώλεια της Λομβαρδίας και η σύγκρουση με την Πρωσία (1866) ισχυροποίησε ακόμα περισσότερο τη στρατιωτική και πολιτική άνοδο του νέου γερμανικού κράτους σε βάρος της δυναστείας των Αψβούργων. Τον Φεβρουάριο του 1867 το ουγγρικό πρόβλημα, ολοένα πιο πιεστικό, επέβαλε μια συμβιβαστική λύση: γεννήθηκε η αυστροουγγρική μοναρχία με αναγνώριση της ουγγρικής αυτονομίας και με την εγκαθίδρυση δύο ξεχωριστών κυβερνήσεων στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, που τις συνέδεε η δυναστεία και ειδικά κοινά όργανα.
Έναν χρόνο μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (7 Οκτωβρίου 1879), ο Βίσμαρκ (βλ. λ.) πρότεινε στην Α. μυστική συμμαχία που, για τριάντα ολόκληρα χρόνια, αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η γερμανική πολιτική. Στις 20 Μαΐου 1882 προσχώρησε στη συμμαχία, με τη μεσολάβηση του Βίσμαρκ, και η Ιταλία, που μόνο της κέρδος από τη συνθήκη αυτή ήταν ότι κατόρθωσε να αποτρέψει την Α. από την Αδριατική και να τη στρέψει προς τη Θεσσαλονίκη.
Από τον 20ό αι. μέχρι σήμερα. Τα Βαλκάνια απασχολούσαν πάντοτε την αυστριακή πολιτική, ενώ οι απαιτήσεις των Ούγγρων και οι πόθοι για εθνική ανεξαρτησία των Δαλματών, άλλοτε κατέληγαν σε επίδειξη ισχύος του κράτους και άλλοτε σε ορισμένες παραχωρήσεις από μέρους του αυτοκράτορα. Το 1908, η επίσημη προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης είχε στόχο τη δυναμική λύση της ταραγμένης κατάστασης στα Βαλκάνια, στην πραγματικότητα όμως επιδείνωσε τη σλαβοαυστριακή εχθρότητα. Η βαλκανική πολιτική της Α., ενθαρρυμένη από τη Γερμανία, απέβλεπε να προλάβει τους Ρώσους στην περιοχή αυτή, στην οποία εμφανίζονταν υπερασπιστές των σλαβικών πληθυσμών. Τότε διατυπώθηκε η λεγόμενη Ώθηση προς Ανατολάς (Drang nach Οsten). Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) κατασίγασε προσωρινά το βαλκανικό ζήτημα, αλλά η δολοφονία του διαδόχου Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο (28 Ιουνίου 1914) έδωσε στην Α. το πρόσχημα για επέμβαση στη Σερβία και έγινε η άμεση αιτία της παγκόσμιας σύρραξης (Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος).
Τα αυστρογερμανικά στρατεύματα είχαν λαμπρές επιτυχίες μέχρι την άνοιξη του 1918. Είχαν κατορθώσει να καταλάβουν ένα μέρος της Γαλλίας, είχαν προωθηθεί στην Ιταλία έως το Πιάβε και είχαν επιβάλει χωριστή ειρήνη στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Η ισχυροποίηση όμως της Αντάντ (αγγλογαλλική συμμαχία), η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, καθώς και η εσωτερική διάβρωση της ίδιας της Αυστριακής αυτοκρατορίας, είχαν ως αποτέλεσμα την ανατροπή της στρατιωτικής κατάστασης το 1918. Την ανακωχή με την Ιταλία (3 Νοεμβρίου 1918) ακολούθησαν η παραίτηση από τον θρόνο του Καρόλου Α’ –εγγονού του Φραγκίσκου Ιωσήφ, τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του (22 Νοεμβρίου 1916)– και η ανακήρυξη της δημοκρατίας στις 12 Νοεμβρίου 1918.
Με τη συνθήκη του Αγίου Γερμανού (10 Σεπτεμβρίου 1919), που επισφράγισε για την Α. το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η χώρα υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει όλα τα ξένα εδάφη που κατείχε: τη Βοημία και τη Μοραβία στην Τσεχοσλοβακία, τη Βουκοβίνα στη Ρουμανία, τη Γαλικία στην Πολωνία, την Τεργέστη και το νότιο Τιρόλο στην Ιταλία. Το μεγάλο πολυεθνικό μωσαϊκό διαλυόταν και η Α. ξαναγινόταν το μικρό γερμανικό κράτος των μεσαιωνικών χρόνων. Η αλλαγή όμως αυτή δημιούργησε επιζήμια χάσματα ισορροπίας, πολιτικής και οικονομικής, και έθετε πρόβλημα για την ίδια την ύπαρξη του κράτους, γιατί η συντακτική συνέλευση ήταν διατεθειμένη να πραγματοποιήσει την ένωση με τη Γερμανία, το περιβόητο Άνσλους (Αnschluss), την οποία όμως είχαν απαγορεύσει οι νικήτριες δυνάμεις με τη συνθήκη του Αγίου Γερμανού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, σημειώθηκαν σοβαρότατες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών και καθολικών, ενώ οι τελευταίοι προσανατολίζονταν ολοένα περισσότερο προς τη Δεξιά, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 1927. Ο εθνικοσοσιαλισμός αναπτυσσόταν διαρκώς και οι συνταγματικοί θεσμοί έχαναν σιγά σιγά το περιεχόμενό τους. Η οικονομική κρίση του 1929 με τη χρεοκοπία των τραπεζών της Βιέννης έγινε αιτία μιας στενότερης προσέγγισης με το Βερολίνο για την πραγματοποίηση μιας τελωνειακής ένωσης, την οποία ματαίωσε αργότερα η επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών. Ο καθολικός Ντόλφους, καγκελάριος το 1932, νόμισε ότι μπορούσε να σταθεροποιήσει την επισφαλή κατάσταση της Α. προσεγγίζοντας τη φασιστική Ιταλία, εγκαθιδρύοντας ένα συντεχνιακό σύνταγμα και θέτοντας εκτός νόμου τα κόμματα της αριστεράς. Η άνοδος όμως του Χίτλερ στην εξουσία και οι ολοένα πιο ισχυρές πιέσεις των ναζιστών στην Α. για το Άνσλους περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την εσωτερική κατάσταση, η οποία επιδεινώθηκε τον Ιούλιο του 1934 μετά τη δολοφονία του Ντόλφους, που ήταν έργο ναζιστικής συνωμοσίας. Με την προσέγγιση του Μουσολίνι στη Γερμανία επήλθε η τελική κρίση το 1938.
Η γερμανική κατοχή του Μαρτίου 1938 και το δημοψήφισμα του Απριλίου, με το οποίο επικυρώθηκε το Άνσλους, μετέβαλαν την Α. σε επαρχία του γερμανικού Ράιχ και συνέδεσαν τις τύχες της με αυτές του ναζισμού. Κάτω από τη γερμανική κατοχή και παρά την καταπίεσή της, αναζωογονήθηκε ο πόθος της ανεξαρτησίας και εκδηλώθηκε η εχθρότητα κατά του γερμανικού καθεστώτος, αν και δεν σημειώθηκε πραγματική αντίσταση. Όταν η χώρα απελευθερώθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα, ο Καρλ Ρένερ έγινε πρόεδρος (28 Απριλίου 1945) μιας κυβέρνησης που σχηματίστηκε από αντιπροσώπους των παλιών κομμάτων: σοσιαλιστές, λαϊκούς καθολικούς και κομουνιστές. Έτσι, γεννήθηκε η δεύτερη δημοκρατία που, υπό τον έλεγχο των συμμάχων, διαιρέθηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, εκτός από τη Βιέννη που είχε ειδικό καθεστώς υπό τετραμερή διοίκηση. Αφού λύθηκαν τα σλαβικά αιτήματα και τα σχετιζόμενα με την ιταλική μειονότητα του Τιρόλο (συμφωνία Ντε Γκάσπερι-Γκρούμπερ, 5 Σεπτεμβρίου 1946), έμενε το ζήτημα των δεσμών με τη Γερμανία. Την άνοιξη του 1955 έγινε στη Βιέννη συμφωνία (15 Μαΐου) των τεσσάρων δυνάμεων και της Α. για τη συνθήκη που αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Α. Σύμφωνα με αυτήν, η Α. εξασφάλιζε την επιστροφή των γερμανικών περιουσιών, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει στην ΕΣΣΔ 150 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και σημαντικές ποσότητες πετρελαίου. Συγχρόνως αποδεχόταν την απαγόρευση ενός νέου Άνσλους, ενώ εξασφαλίστηκε η αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων (26 Οκτωβρίου 1955). Ακόμα, η Α. ανέλαβε την υποχρέωση να μη δεχτεί καμιά ξένη στρατιωτική βάση και να μείνει έξω από κάθε στρατιωτική συμμαχία, διατηρώντας μόνιμη ουδετερότητα. Η ουδετερότητα αυτή δεν εμπόδιζε την Α. να έχει καλές σχέσεις με όλες τις χώρες και να γίνει μέλος σε οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ (στον οποίο ανήκει από τον Οκτώβριο του 1955) ή το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Ένωση (μέλος από το 1995).
Οι συμμαχικές κυβερνήσεις περίπου είκοσι ετών τερματίστηκαν το 1966 όταν το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (ΟVΡ) σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο Μπρούνο Κράισκι εξελέγη ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος (SΡΟ) το 1967. Το κόμμα αυτό κέρδισε τις εκλογές του 1970 και σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τον Κράισκι ως καγκελάριο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε ξανά τις εκλογές του 1971 και του 1975. Ο πρόεδρος Γιόνας πέθανε το 1974 και ο Ρούντολφ Κιρχσλέγκερ πλειοψήφησε στις επόμενες προεδρικές εκλογές, για να επανεκλεγεί το 1980.
Οι εκλογές του 1983 σημάδεψαν το τέλος της 13χρονης μονοκομματικής διακυβέρνησης και ο Κράισκι παραιτήθηκε. Ο διάδοχός του Φρεντ Ζίνοβατζ ανέλαβε επικεφαλής συνασπισμού με το μικρό δεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (FΡΟ). Στις προεδρικές εκλογές του 1986 κατήλθε ως ανεξάρτητος υποψήφιος ο Κουρτ Βαλντχάιμ, πρώην υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος ήδη είχε υπηρετήσει δύο πενταετείς θητείες ως γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (από το 1972). Η προεκλογική εκστρατεία κυριαρχήθηκε από κατηγορίες ότι ο Βαλντχάιμ, πρώην αξιωματικός στον στρατό της ναζιστικής Γερμανίας, είχε αναμειχθεί σε ωμότητες στα Βαλκάνια κατά την περίοδο 1942-1945. Ο Βαλντχάιμ κέρδισε στην επαναληπτική ψηφοφορία με το 54% των ψήφων και ο καγκελάριος Ζίνοβατζ και 4 υπουργοί παραιτήθηκαν. Ο Φραντς Βρανίτσκι έγινε νέος καγκελάριος και λίγο αργότερα ο κυβερνητικός συνασπισμός κατέρρευσε όταν το Κόμμα της Ελευθερίας εξέλεξε ως νέο ηγέτη τον Γκερκ Χάιντερ. Στις εκλογές κανένα κόμμα δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη πλειοψηφία και σχηματίστηκε ο αποκαλούμενος μεγάλος συνασπισμός μεταξύ Σοσιαλιστικού και Λαϊκού κόμματος με καγκελάριο τον Φραντς Βρανίτσκι.
Η εκλογή του Βαλντχάιμ προκάλεσε επικρίσεις και ένταση στις σχέσεις της Α. με πολλές χώρες. Η θητεία του υπήρξε επεισοδιακή, ενώ το 1988 μια διεθνής επιτροπή ιστορικών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Βαλντχάιμ πρέπει να γνώριζε τις ωμότητες που είχαν διαπράξει κατώτεροί του αξιωματικοί. Στις εκλογές του 1990, το Σοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τις έδρες του, ενώ το Λαϊκό υπέστη μείωση και το Κόμμα της Ελευθερίας αποτέλεσε την έκπληξη, διπλασιάζοντας τις έδρες του, μετά από μια εκστρατεία που επικεντρώθηκε κατά των μεταναστών. Τα δύο μεγάλα κόμματα σχημάτισαν πάλι κυβέρνηση συνασπισμού.
Στις προεδρικές εκλογές του 1992 ο Τόμας Κλέστιλ εξελέγη με το 57% των ψήφων στον δεύτερο γύρο. Την ίδια χρονιά, μια πολύχρονη διένεξη μεταξύ της Α. και της Ιταλίας λύθηκε όταν η Α. δέχτηκε επισήμως τις προτάσεις για αυτονομία για τη γερμανόφωνη περιοχή της Ιταλίας στο Τρεντίνο-Άλτο Άντιτζε. Παράλληλα τη χώρα απασχόλησε το μεγάλο ζήτημα της νομοθεσίας που θα ρύθμιζε τη μετανάστευση στην Α. των ξένων. Επικεφαλής της εκστρατείας για την επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στους ξένους, οι οποίοι υπολογίζονταν σε 600.000, ήταν το Κόμμα της Ελευθερίας του Χάιντερ ο οποίος έχει διακριθεί για τις ρατσιστικές εξάρσεις του και για την εξύμνηση της πολιτικής του Χίτλερ.
Το 1993 η Α. προβληματίστηκε για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθώντας να διατηρήσει την ουδετερότητά της και τις υψηλές προδιαγραφές σε ζητήματα περιβάλλοντος. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις και ενώ το Κόμμα της Ελευθερίας προπαγάνδιζε εναντίον της ένταξης, το 66,4% των κατοίκων της Α. υποστήριξε την ένταξη, η οποία έγινε πραγματικότητα από την 1η Ιανουαρίου 1995. Ωστόσο, στις περιφερειακές εκλογές καθώς και στις γενικές εκλογές του 1994 το Κόμμα της Ελευθερίας αύξησε εντυπωσιακά τη δύναμή του, επιτιθέμενο κυρίως στους ξένους μετανάστες και διεκδικώντας διακυβέρνηση με δημοψηφίσματα και όχι με την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι εκστρατείες αυτού του κόμματος είναι οι μόνες που έχουν διαταράξει τη συναινετική πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων της Α. Τον Δεκέμβριο του 1995 τα δύο μεγάλα κόμματα συμφώνησαν πάλι να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού μετά τη νίκη τους σε νέες εκλογές, με τον Φραντς Βρανίτσκι ως καγκελάριο. Στις περιφερειακές εκλογές του Ιανουαρίου 2001, τα ακροδεξιά κόμματα σημείωσαν σημαντικές απώλειες.Εκκλησιαστικός ήταν ο χαρακτήρας της πρώτης αυστριακής λογοτεχνίας, που γεννήθηκε μεταξύ του 11ου και του 12ου αι. στις περιοχές των Αυστριακών Άλπεων. Γύρω στο 1070 τοποθετούνται χρονολογικά έργα γραμμένα από δύο μοναχούς στην Καρινθία, διασκευές διηγήσεων της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά τα μέσα του 12ου αι. οι λαϊκοί μύθοι άρχισαν να τροφοδοτούν τη λογοτεχνική έκφραση. Ιδιαίτερη μάλιστα άνθηση γνώρισαν στην αυλή της Βιέννης οι Μίνεζενγκερ ή τραγουδιστές της αγάπης, ανάμεσα στους οποίους αξίζει να αναφερθούν ο Ιππότης του Κίρενμπεργκ, που γύρω στο 1150 συνέθεσε πολλά τραγούδια για γυναικείες φωνές, και ο Ντίτμαρ φον Άιστ. Ανάμεσα στο 1160 και το 1250 άρχισε να καλλιεργείται η έμμετρη αφήγηση με λαϊκό ύφος, είδος που είχε εκπροσώπους τον Στρίκερ (α’ μισό του 13ου αι.) και τον Βέρνερ ντερ Γκέρτνερ (β’ μισό του 13ου αι.).
Ο ουμανισμός πέρασε στην αυλή του Φρειδερίκου Δ’ από τον Αινεία Σίλβιο Πικολόμινι, τον μελλοντικό πάπα Πίο Β’. Οι πρώτοι Αυστριακοί ουμανιστές που διακρίθηκαν ήταν οι ποιητές Χάινριχ ντερ Τάιχνερ (1330-1378) και Πέτερ Ζούχενβιρζ (;-1395;). Μεγάλα ποιητικά ταλέντα του ουμανισμού ήταν ο Κόνραντ Τσέλτις (1459-1508) και ο αβάς Μπένεντικτ Χελιντόνιους.
Τον 17ο αι. δέσποσε ως μορφή της επικής ποίησης ο Βολφ Χέλμχαρντ φον Χόχμπεργκ (1612-1688), συγγραφέας του γιγαντιαίου ποιήματος Οτομπέρτο των Αψβούργων, ενώ ο Άμπρααμ α Σάντα Κλάρα (Ούλριχ Μέγκερλε, 1644-1709), αυγουστίνος μοναχός του οποίου έχουν διασωθεί πολυάριθμες ομιλίες και ηθικοθρησκευτικά δοκίμια, αναδείχτηκε το μεγαλύτερο ταλέντο της εποχής.
Οι διάφορες πολιτιστικές τάσεις που χαρακτήρισαν όλο τον 18ο αι. επηρέασαν και τον επόμενο. Το καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής ήταν σύνθετος καρπός του ιωσηφιανού φιλελευθερισμού, του ροκοκό και του ρομαντισμού, και χαρακτήρισε τη λεγόμενη περίοδο του Μπίντερμαϊερ εμπνευσμένη από αστικά ιδεώδη. Αυτή η περίοδος εντοπίζεται χρονικά μεταξύ 1820 και 1860 και συμπίπτει με τη λογοτεχνική παραγωγή του Φραντς Γκρίλπαρτσερ (1791-1872), ο οποίος διορίστηκε (1818), μετά την επιτυχία που είχε το δεύτερο δράμα του Σαπφώ, ποιητής της αυλής της Βιέννης. Το 1826 έγραψε το Χρυσόμαλλο Δέρας (Das goldene Vliess), έργο άρτιο και διεισδυτικό, ενώ η κωμωδία του Ουαί σ’ αυτόν που ψεύδεται (Weh dem der loft, 1838) σημείωσε αποτυχία. Από την πλουσιότατη συγγραφική του παραγωγή αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα τα πατριωτικά δράματα και η Αυτοβιογραφία του που σταματά το 1837, συμπληρωμένη από τα Ημερολόγια. Ο Άνταλμπερτ Στίφτερ (1805-1868) παρουσίασε τα αξιόλογα διηγήματά του Αbdias και Der Ηagestolz και το μυθιστόρημα Αποκαλόκαιρο (Νachsommer). Ο Λέναου (Νικόλαους Νίμπσχ φον Στρέλεναου, 1802-1850) ήταν ο μεγαλύτερος Αυστριακός ποιητής του 19ου αι. Παρουσίασε ποιήματα και λυρικοδραματικά έμμετρα διηγήματα: Φάουστ (Faust, 1836), Σαβοναρόλα (Savonarola, 1837), Die Αlbigenser (1842), καθώς και τον ημιτελή Δον Ζουάν (Don Juan).
Στο ρεύμα του λεγόμενου ποιητικού ρεαλισμού ανήκε η Άντα Κρίστεν (Κριστίνε Φρέντερικ, 1844-1921), που υπό την επίδραση του Χάινε έγραψε τα Τραγούδια για μια χαμένη και τις νουβέλες Από τη ζωή και Μητέρα κόρη. Επίσης η Μαρίε φον Έμπνερ-Έσενμπαχ (1830-1916) περιέγραψε με δεξιοτεχνία τον κόσμο των ταπεινών ανθρώπων στο Λότι η ωρολογοποιός (Lotti die Uhrmacherin) και στο Das Gemeindekind.
Ο Φέρντιναντ φον Ζάαρ (1833-1906) έγραψε τις Αυστριακές νουβέλες, τις Βιεννέζικες ελεγείες και τους Εργάτες των λατομείων. Πιο ζωντανός στην περιγραφή δραματικών καταστάσεων υπήρξε ο Γιάκομπ Γιούλιους Ντάβιντ (1859-1906), συγγραφέας των διηγημάτων Πεθαίνουν στο μήκος του δρόμου, Δικαίωμα στο αγρόκτημα και Αίμα.
Στις αρχές του 20ού αι. σχηματίστηκε ένας Βιεννέζικος ποιητικός όμιλος, που είχε ως εμψυχωτή τον Χέρμαν Μπαρ (1863-1934), αξιόλογο κριτικό και συγγραφέα μυθιστορημάτων. Μέσα από αυτόν ξεπήδησε η καλλιτεχνική προσωπικότητα του Χιούγκο φον Χόφμανσταλ (1874-1929), κλασικού ποιητή και αισθητικού, συγγραφέα ωραιότατων λυρικών δραμάτων, δοκιμίων πάνω στην ποίηση, διασκευών αρχαίων τραγωδιών και μυθιστορημάτων.
Μεγάλος συγγραφέας υπήρξε επίσης ο Άρτουρ Σνίτσλερ (1862-1931), που ανέπτυξε την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου: Ο υπολοχαγός Γκουστλ (Leutnant Gustl), Η δεσποινίδα Έλσε (Fraulein Εlse) κ.ά. Ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) που αυτοκτόνησε στη Βραζιλία όπου είχε καταφύγει κατά τον πόλεμο, έγραψε νουβέλες, δοκίμια και βιογραφίες (Ρομέν Ρολάν, Ζοζέφ Φουσέ, Μαρία Στούαρτ). Ο Τσβάιχ σκιαγράφησε με καταπληκτική οξυδέρκεια πολλά ιστορικά πρόσωπα, ακολουθώντας τη διδαχή του Φρόιντ. Μερικά χρόνια πριν, ο Γκέοργκ Τρακλ (1887-1914) αυτοκτόνησε εξαιτίας της φρίκης του πολέμου· είχε αφήσει πολυτιμότατες λυρικές νουβέλες, που μόνο μετά τον θάνατό του είδαν το φως της δημοσιότητας.
Οι πρόσφατες τάσεις τις αυστριακής λογοτεχνίας φαίνεται να ευνοούν και πάλι τη φαντασία, χρησιμοποιώντας το έργο ως μια μεγάλη μεταφορά σε σύγχρονες θεματικές. Λίγοι είναι ωστόσο οι νέοι συγγραφείς των οποίων η φήμη ξεπέρασε τα εθνικά σύνορα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται χωρίς αμφιβολία ο Βιεννέζος Κρίστοφ Ράνσμαγιερ (Cristoph Ransmayr), στο έργο του οποίου η ανάμειξη παλαιών και νέων στοιχείων αναδεικνύεται, στη δεκαετία του 1980, σε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και επιτυχημένα λογοτεχνικά φαινόμενα.Ήδη από την προϊστορική εποχή η κεντρική Α. διατηρούσε ανθρώπινους οικισμούς. Μάλιστα, από μια λιμναία τοποθεσία της περιοχής πήρε την ονομασία του και ένας από τους βασικούς πολιτισμούς της εποχής του σιδήρου, ο πολιτισμός του Χάλστατ, που είχε διαδοθεί ανάμεσα στον 9ο και τον 5ο αι. π.Χ. Μεγάλη σπουδαιότητα είχε επίσης στη ρωμαϊκή εποχή η επαρχία του Νορικού. Αξιόλογα ρωμαϊκά κέντρα υπήρξαν η Vindobona (Βιέννη), το Ιuvavum (Σάλτσμπουργκ) και το στρατιωτικό λιμάνι του Δούναβη Lauriacum (Λορχ, Δαφνούς). Σε ανασκαφές της Τέουρνια κοντά στο Σπίταλ (5ος αι. μ.Χ.) βρέθηκαν βυζαντινές οχυρώσεις στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ερείπια παλαιότερων ρωμαϊκών κτιρίων, καθώς και δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές.
Κατά τον όψιμο Μεσαίωνα άρχισε η θρησκευτική και πολιτιστική κυριαρχία της επισκοπής του Σάλτσμπουργκ, στην οποία υπάγονταν οι πρώτες μεγάλες μονές, όπως το Κρέμσμινστερ πάνω στον Δούναβη. Σε αυτό, ο δούκας Τασίλο της Βαυαρίας δώρισε το 788 μια κύλικα (δισκοπότηρο) από χαλκό διακοσμημένη με ψηφίδες, ανάμεικτου βυζαντινού και βαρβαρικού ρυθμού, που αποτελεί το ωραιότερο έργο τέχνης που διατηρείται από την προρομανική εποχή. Το Σάλτσμπουργκ, με τον αρχιεπίσκοπο Γκέμπχαρντ κατά το δεύτερο μισό του 11ου αι. παρέμεινε το κυριότερο κέντρο ρομανικής ακτινοβολίας, αλλά άρχισαν επίσης να αποκτούν σπουδαιότητα και η Βιέννη με τα προάστιά της και τα μεγάλα αβαεία.
Με παρόρμηση του Γκέμπχαρντ, οικοδομήθηκε το 1072 ο μεγάλος ρομανικός καθεδρικός ναός του Γκουρκ, στην Καρινθία. Ρομανικός είναι και ο ναός του Αγίου Παύλου στο Λάβανταλ (περ. 1200), καθώς και ο καθεδρικός ναός του Σάλτσμπουργκ.
Στα προάστια της Βιέννης υψώνονται τα δύο μεγάλα αβαεία του Κλοστερνόιμπουργκ (1114-36) και του Χάιλιγκενκροϊτς (Τιμίου Σταυρού) των κιστερκιανών. Τέλος, το πρώτο μισό του 13ου αι. άρχισε η οικοδόμηση του Στέφανσντομ (Καθεδρικού ναού του Αγίου Στεφάνου) στη Βιέννη.
Η πρώτη διάδοση του γοτθικού ρυθμού συνέπεσε με την αυξανόμενη σπουδαιότητα της Βιέννης, που ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του δουκάτου της Α. με τον Λεοπόλδο των Μπάμπενμπεργκ. Ρομανικές και γοτθικές φόρμες συνυπήρχαν και αναμειγνύονταν στη διαδρομή του 13ου αι., ενώ προετοιμαζόταν σιγά σιγά ένας τύπος ναού που θα γινόταν στη συνέχεια τυπικός του γοτθικού ρυθμού της Α. και των γειτονικών της χωρών: η Ηallenkirche, εκκλησία με αίθουσα χωρισμένη σε τρία θολωτά ισοϋψή.
Χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης των Άλπεων τον 15ο αι. είναι ο τεράστιος ξύλινος βωμός, που είχε τις απαρχές του στον προηγούμενο αιώνα στη βόρεια Γερμανία. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο αρχιτεκτονικό, ζωγραφικό και γλυπτικό δημιούργημα με θυρόφυλλα και κορνίζες διακοσμημένες με ανάγλυφες ιερές σκηνές. Τυπικό αυτών των βωμών είναι ένα καθαρά ρεαλιστικό όψιμο γοτθικό ύφος. Ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του είναι ο Χανς Μούλτσερ που καταγόταν από το Άλγκαου, αλλά πολιτογραφήθηκε στην Ούλμα (περ. 1400–1467). Άμεσος διάδοχός του, αλλά με σημαντικές διαφορές σε καλλιτεχνική παιδεία και ταλέντο είναι ο Μίχαελ Πάχερ (περ. 1435–1498), που από το 1484 έως τον θάνατό του εργάστηκε στον κολοσσιαίο Βωμό των φραγκισκανών του Σάλτσμπουργκ, από τον οποίο διασώθηκε μόνο το θαυμάσιο άγαλμα της Παναγίας.
Στις αρχές του 16ου αι. η αυλή του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α’ έγινε αναγεννησιακό κέντρο, όπου συγχωνεύτηκαν στοιχεία ιταλικά και γερμανικά. Στο Ίνσμπρουκ σχετικά δείγματα είναι η Loggetta του Goldenes Dachl (1500), έργο του Γεργκ Κέλντερερ, και το Μαυσωλείο στο παρεκκλήσιο της αυλής, με τα χάλκινα αγάλματα των προγόνων του αυτοκράτορα, για τα οποία εργάστηκαν από το 1508 έως το 1583 στρατιές ολόκληρες Γερμανών και Φλαμανδών καλλιτεχνών, με δεσπόζουσα προσωπικότητα τον Πέτερ Φίσερ τον πρεσβύτερο. Στις αρχές του 16ου αι. άρχισε η επικράτηση γενεών Ιταλών αρχιτεκτόνων, καταγόμενων από τη Λομβαρδία και το Τιτσίνο.
Τον 17ο αι., πλάι στη Βιέννη δέσποζε ως καλλιτεχνικό κέντρο και το Σάλτσμπουργκ, ιδίως υπό τους δύο μεγάλους ουμανιστές αρχιεπισκόπους Βολφ Ντίτριχ και Μαρξ Σίτιχ (Μάρκους Σίτικους) φον Χόενεμς, οι οποίοι ανανέωσαν τη μορφή της πόλης, οικοδομώντας τη Ρέζιντεντς, το Νόιμπαου, το Κάπιτελχαους, το Ράτχαους (Δημαρχείο), τους πύργους του Μίραμπελ (που αναμορφώθηκε από άκρη σε άκρη τον 18ο αι.) και το Χέλμπρουν, σύμφωνα με σχέδια του ρομανικού 16ου αι. Επιστέγασμα αυτής της δραστηριότητας υπήρξε η οικοδόμηση του καθεδρικού ναού. Το αποκορύφωμα της αρχιτεκτονικής στη Βιέννη, από τον 16ο έως τον 17ο αι., είναι το μεγάλο σύμπλεγμα του βασιλικού ανακτόρου, του Χόφμπουργκ.
Στη βιεννέζικη εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, οι ναοί Αμ Χοφ (1668) και Σερβιτενκίρχε (1651-1670) προοιωνίζουν τους πρωτότυπους τύπους που θα επεξεργαστούν αργότερα οι μεγάλοι Αυστριακοί αρχιτέκτονες του 18ου αι. Πάντοτε στη Βιέννη, το πιο τυπικό δείγμα γλυπτικής του 18ου αι. είναι η Στήλη της Τριάδος, που την άρχισε ο Ματίας Ράουχμιλερ από το Μπάντεν και την αποπεράτωσαν οι Τιρολέζοι Πάουλ, Πέτερ και Ντομίνικους Στρούντελ.
Τα τελευταία χρόνια του 17ου και σε όλη τη διάρκεια του 18ου αι., η αυστριακή τέχνη έζησε τον δεύτερο χρυσό αιώνα της. Σε αυτή την εποχή ανήκουν τα αρχιτεκτονικά έργα των Φίσερ, Χίλντεμπραντ και Πράνταουερ, οι πίνακες των Γιόχαν Φραντς Ρότμαϊρ, Π. Τρόγκερ και Φ.Α. Μάουλμπερτς, τα γλυπτά του Γ.Ρ. Ντόνερ και του Φ.Ξ. Μέσερσμιτ. Η Βιέννη, αφού συνήλθε μετά την τελευταία τουρκική πολιορκία (1683), απέκτησε την οριστική φυσιογνωμία της μεγάλης αυτοκρατορικής πρωτεύουσας και έγινε πόλος έλξης όλης της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ζωής. Ο αρχιτέκτονας Γ.Μ. Φίσερ φον Έρλαχ (1656-1723) είναι δίχως άλλο η δεσπόζουσα προσωπικότητα, τόσο για την ποικιλία και αφθονία των έργων του, όσο και για την έκταση της δημιουργίας του, από το Σάλτσμπουργκ έως τη Βιέννη. Αλλά το αριστούργημά του είναι η Κολεγκιενκίρχε (1694-1707) στο Σάλτσμπουργκ.
Το ανάκτορο του Σένμπρουν στη Βιέννη αποτελεί χαρακτηριστικό δημιούργημα της μνημειακής αρχιτεκτονικής του 16ου και 17ου αι. και είναι κι αυτό έργο του Φίσερ, ο οποίος σχεδίασε επίσης και άλλα δημόσια κτίρια της αυστριακής πρωτεύουσας (Καγκελαρία, βιβλιοθήκη της αυλής, υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών). Ο Γιόχαν Λούκας φον Χίλντεμπραντ (1668-1745), που γεννήθηκε στην Ιταλία, συνέδεσε κυρίως το όνομά του με το θερινό ανάκτορο του Μπελβεντέρε. Ο Γιάκομπ Πράνταουερ (1660-1726), ο τρίτος μεγάλος αρχιτέκτονας, είναι ο δημιουργός του μεγαλύτερου αβαείου του όψιμου μπαρόκ: του αβαείου του Μελκ (1702-1714), στην κορυφή ενός βράχου πάνω στον Δούναβη. Με τον Πράνταουερ συνεργάζεται στο Μελκ ο μαθητής του Γιόζεφ Μούνγκεναστ, δημιουργός του μεγαλύτερου μέρους του αβαείου του Ντίρνσταϊν, επίσης στον Δούναβη, που θεμελιώθηκε από τον δάσκαλό του το 1720, σε στιλ καθαρά ροκοκό.
Στην αρχιτεκτονική του 19ου αι. κυριάρχησε, όπως συνέβη παντού στην Ευρώπη, ο συγκερασμός (pastiche): ύστερα από έναν περιορισμένο νεοκλασικό πειραματισμό, ακολούθησε το γοτθικό στιλ του νέου Δημαρχείου και της Φότιφσκιρχε, καθώς και ο όψιμος ρομανικός ρυθμός της Αλτλερχενφελντερκίρχε του Γκέοργκ Μίλερ. Μετά την κατεδάφιση των παλαιών τειχών, η φροντίδα της Βιέννης ανατέθηκε, κατ’ ευτυχή σύμπτωση, στον Γκότφριντ Ζέμπερ (1803-1879), τον τρίτο από τους μεγάλους Γερμανούς πολεοδόμους της εποχής, πλάι στον Σίνκελ, δημιουργό του πολεοδομικού σχεδίου του Βερολίνου, και τον Κλέντσε του Μονάχου, ο οποίος το 1857 δημιούργησε, πάνω στον περίβολο των παλιών τειχών, το Ρινγκ (δακτύλιο) που περιβάλλει την παλιά πόλη.
Η βιεννέζικη Σετσεσιόν, ιδρυμένη από τον αρχιτέκτονα Γ.Μ. Όλμπριχ και τον ζωγράφο Γ. Κλιμτ (1897), επισημαίνει τη γένεση της σύγχρονης τέχνης και προπαντός της αρχιτεκτονικής στην Α. Τυπικά παραδείγματα είναι ο σιδερένιος θόλος της Διεθνούς Έκθεσης της Βιέννης (1837) και τα καθίσματα από κυρτωμένο ξύλο του Μίχαελ Τόνετ (1796-1871). Στη Σετσεσιόν προσχώρησε θαρραλέα ο μεγάλος αρχιτέκτονας Ότο Βάγκνερ (1841-1918), δημιουργός του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου της Βιέννης (1905). Το αρχιτεκτονικό έργο του Γιόζεφ Μαρία Όλμπριχ (1867-1908) επισημαίνει τον στενό δεσμό ανάμεσα στη Σετσεσιόν και την ευρωπαϊκή Νέα Τέχνη. Ένα νέο βήμα προς τα εμπρός γίνεται με το έργο του αρχιτέκτονα Γιόζεφ Χόφμαν (1870-1956) και προπάντων με το έργο του Άντολφ Λόος (1870-1933).
Στη μεταπολεμική περίοδο, γύρω από τη Βιέννη χτίζονται οι μεγάλοι προγραμματισμένοι συνοικισμοί, οι εργατικές συνοικίες, υπό τη γενική εποπτεία του αρχιτέκτονα Γιόζεφ Φρανκ.Το πρώτο μισό του 13ου αι. η νωπογραφία παρουσιάζει περιορισμένα αξιόλογα δείγματα. Αλλά στο πεδίο της μικρογραφίας (μινιατούρας) έχουμε τα λαμπρά δείγματα ζωγραφικής του 12ου-13ου αι. χάρη στο scriptorium του Σάλτσμπουργκ (μοναστηριακή σχολή αντιγραφέων και μικρογράφων), που ιδρύθηκε από τον επίσκοπο Γκέμπχαρντ, μεγάλο συλλέκτη κωδίκων. Το εργαστήριο αυτό καταγόταν από εκείνο του Ρέγκενσμπουργκ (Ρατισβόνη) του 11ου αι., αλλά έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα στοιχεία της βυζαντινής τέχνης. Χαρακτηριστικές του εργαστηρίου του Σάλτσμπουργκ είναι οι πελώριες Βίβλοι, διακοσμημένες με ζωηρόχρωμες προσωπογραφίες.
Και στη ζωγραφική του 14ου αι. είναι φανερές οι αισθητικές επιδράσεις ανάμεσα στις αυστριακές περιοχές και στη Βοημία. Η Α. είναι η χώρα που παρουσίασε τους πρώτους ζωγραφικούς πίνακες σε ξύλο. Αριστούργημα του είδους είναι οι τέσσερις Ιστορίες του Ιησού και της Μαρίας, ενός άγνωστου καλλιτέχνη στο Κλοστερνόιμπουργκ. Την τεχνοτροπία του άγνωστου δασκάλου ακολούθησε ο πρώτος μεγάλος ζωγράφος της Βοημίας Βισί Μπροντ. Αντίθετα, η μεγάλη βοημική τέχνη της αυλής του Βεγκεσλάου αντιπροσωπεύεται από τη θαυμάσια μινιατούρα του 14ου αι. Concordantia Caritatis, στο αβαείο του Λίλιενφελντ. Δημοφιλής, απεναντίας, είναι η παραγωγή των Βiblia Ρauperum.
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Α. υπήρξε το σημείο συνάντησης δύο γοτθικών τεχνοτροπιών, της Βοημίας και της Λομβαρδίας-Βερόνας. Είναι άλλωστε τυπικό το γεγονός ότι τα καλύτερα έργα ζωγραφικής των αρχών του 15ου αι. αποδόθηκαν σε Λομβαρδο-Βερονέζους και σε Βοημούς καλλιτέχνες. Στην Α. τοποθετείται γεωγραφικά, παρότι απαρτίζεται από καλλιτέχνες γερμανικής καταγωγής, η λεγόμενη Δουνάβιος Σχολή ζωγραφικής (Άλμπρεχτ Αλντόρφερ, Βολφ Χούμπερ), που τη χαρακτηρίζει ζωηρότατο αίσθημα της φύσης, ενώ ανεξάρτητο δείχνει το έργο του Ρίλαντ Φρίαουφ, στον οποίο αποδίδονται οι δώδεκα πίνακες του Κλοστερνόιμπουργκ (1501).
Με την αρχιτεκτονική έκρηξη των αρχών του 18ου αι. συνδέεται η δραστηριότητα των νωπογράφων διακοσμητών, ιδίως εκείνων της ιταλικής σχολής. Ο διαπρεπέστερος από όλους είναι ο Φραντς Άντον Μάουλμπερτς (1724-1796). Το Μπίντερμαϊερ είναι ένα όνομα πλαστό· σύμβολο του Βιεννέζου μικροαστού στην εποχή που μεσολάβησε από το Συνέδριο της Βιέννης έως τις επαναστάσεις του 1848, σημαίνει γενικότερα την αστική τέχνη του 19ου αι. Είναι η τέχνη των μικρών αντικειμένων, των μικροσκοπικών επίπλων ενός αυτοκρατορικού στιλ πολύ απλοποιημένου, που καθρεφτίζει μια ήρεμη και χωρίς ιδεώδη ζωή.
Η διάθεση αυτή αντιπροσωπεύεται στη Βιέννη προπάντων από τον Φέρντιναντ Βάλντμιλερ (1793-1865), ζωγράφο τοπίων του Πράτερ και του Βίνερβαλντ. Την ίδια αγάπη προς τη φύση φανερώνει και το έργο του Τιρολέζου Φρίντριχ Βάσμαν (1805-1886), ενώ η αφηγηματική φλέβα του Μόριτς φον Σβιντ (1807-1871) εκφράζεται κυρίως με μέσα γραφικά, γι’ αυτό και είναι καλύτερος εικονογράφος παρά ζωγράφος. Ο ψευτορομαντισμός των Ναζωραίων (γερμανική σχολή ζωγραφικής που ιδρύθηκε στη Ρώμη) αντιπροσωπεύεται από τον Γιόζεφ Φίριχ (1800-1876), που στις νωπογραφίες του στην Αλτλερχενφελντερκίρχε της Βιέννης κατέφυγε σε έναν άτοπο συγκερασμό του Ντίρερ και του βόρειου ιταλικού 15ου αι. Από το άλλο μέρος, ο ιστορικισμός εκπροσωπείται από τον Χανς Μάκαρτ (1840-1884), φανατικό θαυμαστή του Ρούμπενς.
Ο σημαντικότερος καλλιτέχνης του 19ου αι. ήταν ο Γκούσταφ Κλιμτ (1862-1918), που συνδύασε ένα στιλ ιερατικό με μια ευαισθησία απέναντι στη φύση. Ένας από τους πιο προικισμένους μαθητές του ήταν ο Έγκον Σίλε (1880-1918), που έχασε τη ζωή του στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Δεσπόζουσα φυσιογνωμία στη μεταγενέστερη αυστριακή τέχνη είναι ο Όσκαρ Κοκόσκα, ζωγράφος στενά δεμένος με τον εξπρεσιονισμό. Στους πίνακές του προσπάθησε να εκφράσει με σύμβολα τη σύγχυση και την αναστάτωση της ανθρώπινης ψυχής. Στην ίδια γενιά με τον Κοκόσκα ανήκει ο Άλφρεντ Κούμπιν (1877-1959). Μεγαλωμένος μέσα στο κλίμα του συμβολισμού και ενταγμένος στην κίνηση του Γαλάζιου Καβαλάρη (Βlaue Reiter) αποτελεί τον αυθεντικό πρόδρομο των πιο παράτολμων σουρεαλιστικών οραμάτων. Στη μεταπολεμική περίοδο δημιούργησε και ο ζωγράφος Χέρμπερτ Μπεκλ.
Οι καλλιτέχνες της δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου εντάσσονται ολοκληρωτικά στη σύγχρονη προβληματική, από την αφαίρεση έως την ποπ αρτ και τον νεοντανταϊσμό. Ανάμεσα στους ζωγράφους ξεχωρίζουν οι Έριχ Μπράουερ, Έρνστ Φουχς, Ρούντολφ Χάουσνερ, Μαξ Βάιλερ, Φριτς Χούντερτβασερ και ο Βόλφγκανγκ Χούτερ.Στη γοτθική γλυπτική του 14ου αι. είναι φανερές οι αισθητικές επιδράσεις ανάμεσα στις αυστριακές περιοχές και στη Βοημία. Μετά το πρώτο μισό του αιώνα, η βοημική επίδραση αποτυπώνει φεουδοϊπποτικά ίχνη στα αγάλματα, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ελιγίου και στην Πύλη των Ψαλτών και του επισκόπου στον ναό του Αγίου Στεφάνου (1368-1380). Άφθαστο αριστούργημα αυτής της τεχνοτροπίας είναι το άγαλμα του Δούκα Αλβέρτου Β’, στημένο άλλοτε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου (Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη). Οι γοτθικοί βωμοί του 15ου αι. είναι χαρακτηριστικά δείγματα και της γλυπτικής της εποχής.
Ο μεγαλύτερος γλύπτης του 18ου αι. είναι ο Γκέοργκ Ράφαελ Ντόνερ (1693-1741), δημιουργός της νεομανιεριστικής κρήνης Ντόνερμπρουνεν στη Βιέννη. Ξεχωριστή μορφή στη γλυπτική του επόμενου αιώνα είναι ο Άντον Χάνακ, ενώ αργότερα, στο αρκετά επαρχιακό πανόραμα της μεσοπολεμικής αυστριακής τέχνης, δίνει τη μοναχική του μάχη ο γλύπτης Φριτς Βοτρούμπα. Στη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο ανήκουν και οι γλύπτες Βάντερ Μπερτόνι, Ρούντολφ Χόφλενερ και Χάιντς Λάινφελνερ.Από τον Μεσαίωνα ήδη, αναπτύχθηκαν στην Α. ιδιαίτερες θεατρικές μορφές με παραστάσεις είτε θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως τα Ρassionsspiele, είτε λαϊκού χαρακτήρα, όπως τα Lustspiele. Από αυτή τη λαϊκή παράδοση προέρχεται το πρόσωπο του Ηanswurst, του γερμανικού Αρλεκίνου, που δημιουργήθηκε κατά τα τέλη του 16ου αι. και βρήκε την πιο ολοκληρωμένη του έκφραση έναν αιώνα μετά, με τον ηθοποιό Γιόζεφ Άντον Στρανίτσκι (1676-1726).
Το 1741 εγκαινιάστηκε το Βurgtheater (Δημοτικό Θέατρο), προορισμένο για έργα μεγαλύτερης φιλολογικής αξίας, το οποίο το 1776 με ένα διάταγμα του Ιωσήφ Β’ έγινε εθνικό θέατρο. Μαζί όμως με το εισαγόμενο κλασικό δράμα, άνθησε σε άλλα βιεννέζικα θέατρα και η πιο αυθόρμητη λαϊκή δραματική δημιουργία, η λεγόμενη Σκηνή του λαού (Volksbohne) που βρήκε στον Φίλιπ Χάφνερ (1735-1764) τον ευφυέστερο συγγραφέα της.
Η δραματική δημιουργία του Φραντς Γκρίλπαρτσερ (1791-1872), που άρχισε με προφανείς ρομαντικές προθέσεις, προχώρησε έπειτα στον χώρο του κλασικισμού: Το χρυσόμαλλο δέρας (Das goldene Vliess), Η ευτυχία και το τέλος του βασιλιά Ότοκαρ (Κönig Οttokars Glϋck und Εnde), Ηρώ και Λέανδρος (Εro und Leandro) κ.ά. Ο Βιεννέζος Φέρντιναντ Ράιμουντ (1790-1836) ήταν συγγραφέας μιας σειράς φανταστικών δραμάτων: Ο κατασκευαστής βαρομέτρων στο στοιχειωμένο νησί (Der Βarometermacher auf der Ζauberinsel), Το κορίτσι του παραμυθιού (Das Μädchen aus der Feenwelt) κ.ά.
Αξιόλογοι συγγραφείς ήταν οι Γιόζεφ Αλόις Γκλάιχ (1772-1841) και Άντολφ Μπούερλε (1786-1859) που υπήρξε και εκδότης της γνωστότατης θεατρικής εφημερίδας της Βιέννης Wiener Τheaterzeitung. Και οι δύο συνέχισαν την κωμική παράδοση του Γιόχαν Νέστροϊ (1802-1862), συγγραφέα, ηθοποιού και τραγουδιστή της Βιέννης, που ήταν ο δημιουργός της βιεννέζικης οπερέτας. Μετά τον θάνατό του το λαϊκό θέατρο της Βιέννης (Wiener Volksbohne) παρήκμασε μέχρι την εμφάνιση του Λούντβιχ Άντσενγκρουμπερ (1839-1889) που εγκαινίασε στην Α. την εποχή του ρεαλισμού και του δραματικού νατουραλισμού: Ο ιερέας του Κίρχφελντ (Der Ρfarrer von Κirchfeld), Ο επίορκος χωρικός (Μeineidbauer), Η τέταρτη εντολή (Das vierte Gebot) κ.ά. Η ρεαλιστική παράδοση του Άντσενγκρουμπερ συνεχίστηκε από τους Ρούντολφ Χάβελ (1860-1923) και Καρλ Βάις (1850-1901).
Στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. η αυστριακή θεατρική ζωή δέχτηκε μια ώθηση από τους συγγραφείς της Νέας Βιέννης, συγκεντρωμένους στην ομάδα Wiener Dichterkreis, ψυχή της οποίας ήταν ο Χέρμαν Μπαρ (1863-1934), ενώ σημαντικότεροι συγγραφείς αναδείχτηκαν οι Χιούγκο φον Χόφμανσταλ (1874-1929) και Άρτουρ Σνίτσλερ (1862-1931).
Στα πρώτα μεταπολεμικά έργα ο Μαξ Μελ ανανέωσε το θρησκευτικό δράμα και είναι από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του τοπικού εκείνου θεάτρου που έχει να επιδείξει συγγραφείς αξίας, όπως ο Καρλ Σένχερ (1867-1943). Βαθιάς χριστιανικής έμπνευσης είναι το έργο του Φραντς Τέοντορ Τσόκορ (1885-1969). Στον μεσοπόλεμο ακούστηκαν κάπως τα ονόματα των Αλεξάντερ Λέρνετ-Χολένια, Έρβιν Γκουίντο Κόλμπεν Χάγερ (1878-1962) και Ρίχαρντ Μπίλινγκερ (1893-1965). Αντίθετοι στο πολιτικό καθεστώς υπήρξαν ο Χέρμαν Μπροχ (1886-1951), που εξορίστηκε μετά τη συγγραφή του δράματος ευαγγελικής πνοής Οι ένοχοι (Die Schuldlosen) και ο Καρλ Κράους (1874-1936), ιδρυτής του φιλανθρωπικού εστιατορίου Die Fackel και συγγραφέας του έργου Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας (Die letzten Τage der Μenschheit).
Στη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο καθιερώθηκε το Φεστιβάλ της Βιέννης, που όμως απέκλεισε από τα προγράμματά του μη Ευρωπαίους δραματουργούς και μουσικούς, που γίνονταν δεκτοί στα βιεννέζικα θέατρα. Γενναιότατα επιχορηγούμενα από το κράτος, μέσω του Εθνικού Θεάτρου της Βιέννης (Wiener Βundestheater), τα βιεννέζικα θέατρα είναι πάντως κλειστά στους νέους θεατρικούς συγγραφείς και κωμωδιογράφους. Γι’ αυτό άλλωστε δημιουργήθηκε ένα τολμηρό και μαχητικό θέατρο στα τοπικά στούντιο και στις περιφερειακές σκηνές, αρχίζοντας από τις λεγόμενες Κellerbohnen, που σιγά σιγά εξασφάλισαν στην πόλη της Βιέννης ένα θέατρο που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνο του αποκαλούμενου off-Βroadway στη Νέα Υόρκη. Έτσι, το αυστριακό θέατρο έφτασε πάλι σε διεθνές επίπεδο. Μεγάλη επιτυχία γνώρισαν με τα έργα τους οι Φριτς Χόλβελντερ και Ελίας Κανέτι. Από το 1965 προσελκύουν εξάλλου την προσοχή τα αντιθεατρικά δράματα του Πέτερ Χάντκε. Τέλος, δείγμα της θεατρικής μορφής της νέας γενιάς των Αυστριακών ποιητών είναι και τα δράματα του Βόλφγκανγκ Μπάουερ, που χρησιμοποιεί στοιχεία του παλιού βιεννέζικου λαϊκού θεάτρου.Σκαπανέας του αυστριακού κινηματογράφου είναι ο Φραντς Γιόζεφ Έζερ. Μετά την ήττα του 1918, ο κινηματογράφος άρχισε να γίνεται οικονομικό γεγονός με το οποίο ασχολούνταν διορατικοί επιχειρηματίες. Δύο σημαντικές εταιρείες, η Ζάχα Φιλμ και η Βίτα, αναπτύχθηκαν με επιτυχία.
Τα πρώτα αριστουργήματα της αυστριακής κινηματογραφίας παρουσιάστηκαν με τον ομιλούντα κινηματογράφο. Το 1932, ο Γερμανός Μαξ Όφουλς γύρισε στην Α. το Λίμπελαϊ (Libelei). Ο Βίλι Φορστ, Βιεννέζος ηθοποιός και σκηνοθέτης, γύρισε το Άγγελοι χωρίς παράδεισο (Leise flehen meine Lieder), που έγινε η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή κινηματογραφική επιτυχία του 1933. Προχώρησε κατόπιν σε φιλμ πιο πολύ ατμόσφαιρας παρά περιεχομένου. Το 1946 ο αυστριακός κινηματογράφος ξανάρχισε τη δραστηριότητά του σε αυτόνομη μορφή, με πολλά έργα κριτικής της πρόσφατης τότε πολεμικής περιόδου. Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ γύρισε (1948) το έργο Η Δίκη (Der Ρrozess), φιλμ οξύτατης πολεμικής που καταδικάζει τον αντισημιτισμό και μπορεί να καταλογιστεί ανάμεσα στα μεγάλα έργα του ρεαλισμού, ενώ ένα ύστερο έργο του είναι και Η τελευταία πράξη: Οι τελευταίες μέρες του Χίτλερ (Der letzte Αkt, 1955). Ακολουθούν έργα του Άλμπερτ Κέντλερ και του Κολμ-Βελτέτε, ενώ με την ταινία Σίσι του Έρνστ Μαρίσκα άρχισε μια σειρά εμπορικά επιτυχημένη.
Το 1955 ο Ερνστ Μαρίσκα σκηνοθέτησε την ταινία Σίσι (Sissi, die Deutschweister) με τη Ρόμι Σνάιντερ, που η μεγάλη εμπορική επιτυχία της οδήγησε σε άλλες δύο ταινίες με την ίδια ηρωίδα: Σίσι, η νεαρή αυτοκράτειρα (Sissi die junge Κaiserin, 1956) και Σίσι, η πονεμένη αυτοκράτειρα (Sissi, Schicksalsjare einer Κaiserin, 1957). Διάφοροι ξένοι σκηνοθέτες γύρισαν ταινίες τους στην Α., όπως ο Γάλλος Λουί Ντακέν (Μπελ αμί, 1955), ο Βραζιλιάνος Αλμπέρτο Καβαλκάντι (Ο κύριος Πουντίλα και ο υπηρέτης του Ματί, 1956), και αργότερα ο Γερμανός δραματουργός και συγγραφέας Πέτερ Χάντκε (Η αρρώστια του θανάτου, 1985), ενώ διάφοροι γνωστοί ηθοποιοί εκπατρίστηκαν για να πρωταγωνιστήσουν σε ξένες ταινίες: Ρόμι Σνάιντερ, Νάντια Τίλερ, Όσκαρ Βέρνερ, Μαξιμίλιαν Σελ, Χέλμουτ Μπέργκερ, Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ κ.ά.
Ο αυστριακός κινηματογράφος άρχισε να γίνεται γνωστός στο εξωτερικό από τη δεκαετία του ‘70 και ύστερα, με σκηνοθέτες όπως οι Βίλχελμ Πέλερτ και Χέλμουτ Κόρχερ, Κουρτ Μάιζελ, Γκέοργκ Λότσκι, Βάλι Έξπορτ, Πέτερ Πάτζακ, Φέρι Ράνταξ, Νίκι Λιστ, Μίκαελ Σίνεκ, Αντρέας Γκρούμπερ, ο βετεράνος Φράντζ Άντελ κ.ά. Το 1974 ο Αντώνης Λεπενιώτης σκηνοθέτησε την ταινία Το μανιφέστο, με θέμα το πραξικόπημα των Ελλήνων συνταγματαρχών.
Από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες των τελευταίων δεκαετιών είναι ο γεννημένος στο Παρίσι Αυστριακός Άξελ Κόρτι με ταινίες όπως Η άρνηση (Die Verweigerung, 1972), δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ γύρω από τον Φραντς Γιάγκερστετερ, τον άνθρωπο που στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής εκτελέστηκε γιατί αρνήθηκε να κάνει τις στρατιωτική του θητεία, μια τριλογία γνωστή με τον τίτλο Η Βιέννη για την μνήμη (1981-1986), με τρίτο και καλύτερο μέρος το Καλώς ήλθατε στη Βιέννη. Μια σημαντική ταινία του είναι το ρομαντικό δράμα του 17ου αι. Η ερωμένη του βασιλιά (La putain du roi, 1990), γύρω από τη γυναίκα ενός αυλικού που αναγκάζεται να γίνει ερωμένη του βασιλιά.Η αλληλεπίδραση της μουσικής διάθεσης των διαφόρων κελτικών, γερμανικών και σλαβικών ομάδων βρίσκεται στη ρίζα της ανάπτυξης της αυστριακής μουσικής. Ο χριστιανισμός έφερε στη χώρα το λειτουργικό γρηγοριανό μέλος: η σύνθεση του αρχαιότερου θρησκευτικού ύμνου έγινε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου στο Σάλτσμπουργκ.
Ενώ κατά τον Μεσαίωνα δεν αναδείχτηκε καμιά αξιόλογη μορφή στην ιερή μονωδία, αντίθετα ενδιαφέρουσες προσωπικότητες καλλιέργησαν την κοσμική μουσική και μάλιστα το Μinnesang, ποιητικο-μουσική επική σύνθεση της εποχής. Ο σπουδαιότερος από τους καλλιτέχνες αυτούς ήταν ο Τιρολέζος Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε. Άλλη αξιόλογη μορφή ήταν ο Ούλριχ φον Λιχτενστάιν (1200-1275). Με το πέρασμα του χρόνου, επίκεντρο της μουσικής ζωής έγινε η Βιέννη, όπου οι καλλιτέχνες γνώρισαν την αμέριστη υποστήριξη της εκκλησίας, της αυλής και του πανεπιστημίου. Τον 16ο αι. διακρίθηκαν οι μουσικοί που διαμορφώθηκαν στην τέχνη της φλαμανδικής σχολής: ο Χανς Γιούντενκουνιχ (περ. 1445 –1526), λαουτίστας στη μητρόπολη της Βιέννης, ο Πάουλους φον Χόφχαϊμερ (1459-1537), ο πιο ονομαστός οργανοπαίκτης του καιρού του, ο Ελβετός Λούντβιχ Ζενφλ (περ. 1492–1555), μέγιστος εκπρόσωπος της γερμανικής λιντερικής πολυφωνίας και ο Φλαμανδός Χάινριχ Ίζαακ (περ. 1450 –1517), του οποίου θυμίζουμε το περίφημο Ίνσμπρουκ, πρέπει να σ’ αφήσω.
Πλάι στον αυλικό μουσικό πολιτισμό διεθνούς χαρακτήρα αναπτύχθηκε και ο αστικός, με χαρακτηριστικά πιο καθαρά αυστριακά, με το κοσμικό και θρησκευτικό lied. Προσφιλέστερο όργανο ήταν το λαούτο, στο οποίο επιδόθηκαν, εκτός από τον Γιούντενκουνιχ, οι αδελφοί Μέλχιορ (1507-1590) και ο Χανς Νόιζιντλερ (1509-1563), ο Βάλεντιν Μπάκφαρκ (ο λεγόμενος Γκρεφ, 1507-1576) και, στη Στυρία, ο Πάουλ Πόιρλ (περ. 1570–1625). Στην εποχή του μπαρόκ παρουσιάστηκαν επίσης αξιόλογες δημιουργίες από μεγάλους μουσικούς: Γιόχαν Χάινριχ Σμέλστερ (περ. 1623–1680), Γιόχαν Κάσπαρ φον Κερλ (1627-1693), Χάινριχ Φραντς Μπίμπερ (1644-1704) κ.ά. Οι Γερμανοί Βόλφγκανγκ Έμπνερ (1612-1665) και Γιόχαν Γιάκομπ Φρόμπεργκερ (1616-1667) εισήγαγαν στην Α. τον γαλλικό τρόπο της μουσικής κλαβεσέν. Ανάμεσα στα φωνητικά είδη του μπαρόκ, το μουσικό δράμα, ιταλικής προέλευσης, στάθηκε το είδος εκείνο που είχε τις περισσότερες συμπάθειες από την αρχή στην Α. Σημαντικά είναι επίσης τα έργα που γράφτηκαν στις σχολές των θρησκευτικών ταγμάτων, ιδιαίτερα από τους ιησουίτες στη Βιέννη και τους βενεδικτίνους στο Σάλτσμπουργκ. Στον τύπο των έργων αυτών αφιερώθηκαν αποκλειστικά οι Αυστριακοί και Γερμανοί μουσικοί: Γ.Κ. φον Κερλ στη Βιέννη, Χ.Φ. Μπίμπερ και Γκέοργκ Μούφατ (περ. 1645–1704) στο Σάλτσμπουργκ. Στο πρώτο μισό του 18ου αι. το στιλ της μουσικής μετατράπηκε πάνω στις βάσεις της παράδοσης του Γιόχαν Γιόζεφ Φουξ (1660-1741), ενώ οι εκπρόσωποι της βιεννέζικης σχολής, μεταξύ των οποίων οι Γκέοργκ Ρόιτερ ο νεότερος (1708-1772) και Γκέοργκ Ματίας Μον (1717-1750), ο συνθέτης της αυλής Γκέοργκ Κρίστοφ Βάγκενζαϊλ (1715-1777), ο βιολονίστας Γιόζεφ Στάρτσερ (1726-1787) και ο Φραντς Άσπελμαϊρ (1728-1786), άφησαν, εκτός από θεατρικά έργα και μπαλέτα, μια κληρονομιά συμφωνιών και ειδικά μουσικής δωματίου (τρίο και κουαρτέτα). Τον 18ο αι., ενώ στην Ιταλία κυριαρχούσε η opera buffa και στη Γαλλία η opera comique, αναδείχτηκε το Singspiel της Βιέννης. Κατά την άνθηση του είδους αυτού, Ο γιατρός και ο ειδικός (Doktor und Αpotheker) του βιολονίστα Καρλ Ντίτερς φον Ντίτερσντορφ (1739-1799) είχε στον καιρό του μεγαλύτερη επιτυχία ακόμα κι από τους Γάμους του Φιγκαρό του Μότσαρτ.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του βιεννέζικου Singspiel ήρθε στον χώρο της σοβαρής όπερας η πρώτη μεγάλη εκδήλωση του κλασικισμού, η μεταρρύθμιση του Γκλουκ. Γεννημένος στο Άνω Παλατινάτο της Βαυαρίας, ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ φον Γκλουκ (1714-1787) έδωσε μορφή σε ένα νέο μουσικό δράμα με τη βοήθεια του λιμπρετίστα Ρανιέρι Καλτζαμπίτζι. Στο γόνιμο κλίμα της Βιέννης, που ευνόησε τη δημιουργία των τριών πρώτων δειγμάτων της γκλουκιανής μεταρρύθμισης (Ορφέας και Ευρυδίκη, Άλκηστις, Πάρις και Ελένη), προπαρασκευάστηκε η ασύγκριτη άνθηση της οργανικής κλασικής μουσικής. Ο Φραντς Γιόζεφ Χάιντν (1732-1809), μαέστρος στην αυλή των πριγκίπων Εστερχάζι, έδωσε την κλασική μορφή της σονάτας, βασική μορφή της μουσικής δωματίου και της συμφωνίας. Εκτός από τις λειτουργίες, τα ορατόρια –Οι εποχές (Die Jahreszeiten) και Η δημιουργία (Die Schöpfung)– και διάφορα θεατρικά έργα, ο Χάιντν άφησε μερικές εκατοντάδες συνθέσεων σε όργανα. Ιδιαίτερη φήμη έχουν από τις συμφωνίες η Λονδρέζικη Συμφωνία αρ. 2, Η Συμφωνία των κωδωνίσκων, Η αρκούδα, Η βασίλισσα και Οξφόρδη· το κουαρτέτο έργο 76 αρ. 3 είναι περισσότερο γνωστό γιατί περιλαμβάνει παραλλαγές πάνω στον αυστριακό εθνικό ύμνο Ο Θεός να προστατεύει τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο, που συνέθεσε ο Χάιντν το 1797.
Στο βαθύτατα μουσικό περιβάλλον του Σάλτσμπουργκ, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791) πήρε τις πρώτες μουσικές εντυπώσεις. Τα συμβατικά νεανικά του έργα ακολουθήθηκαν από την Αρπαγή από το Σεράι (Die Εntfohrung aus dem Serail), που ενσωματώθηκε με επιτυχία στην παράδοση του βιεννέζικου Singspiel. Αλλά με τους Γάμους του Φιγκαρό και τον Ντον Τζοβάνι (σε κείμενα ιταλικά) και με τον Μαγεμένο αυλό (Die Ζauberflöte), ο Μότσαρτ ξεπέρασε τα δεσμά της φόρμας και του στιλ του καιρού του. Η μουσική δωματίου της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του και οι συμφωνίες Κ 551 σε ντο (Jupiter), Κ 550 σε σολ μινόρε και Κ 543 σε μι ύφεση, είναι υψιπετείς εκφράσεις μιας πραγματικά εξαιρετικής καλλιτεχνικής προσωπικότητας.
Ταυτόχρονα με τη μουσική του Μπετόβεν γεννήθηκαν από το γόνιμο πεδίο του λαϊκού τραγουδιού τα 600 τραγούδια του πιο Βιεννέζου απ’ όλους τους μουσικούς: του Φραντς Σούμπερτ (1797-1828), που μόλις δεκαοκτώ ετών συνέθεσε αριστουργήματα σε στίχους του Γκέτε. Στις σύντομες συνθέσεις για πιάνο βρίσκουμε έντονο λυρισμό, όπως και στις μεγαλύτερες συνθέσεις όπου ο Σούμπερτ συχνά επιστρέφει σε θέματα των Lieder.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. έχουμε μια έκρηξη παραγωγής ελαφριάς μουσικής. Το βαλς, που είχε διάσημους ερμηνευτές, όπως ο Σούμπερτ και ο Κ.Μ. φον Βέμπερ, πήρε τότε τη γνωστή μορφή του τυπικού βιεννέζικου βαλς, μάλλον γρήγορου ρυθμού, με τους Γιόζεφ Λάνερ, Γιόχαν Στράους πατέρα και προπάντων Γιόχαν Στράους υιού (1825-1899), του οποίου Ο Γαλάζιος Δούναβης (Αn der Schönen blauen Donau) και Οι ιστορίες από το δάσος της Βιέννης (Geschichte aus dem Wienerwald) ζουν ακόμα σε όλο τον κόσμο. Από τον αριθμό των συνθετών που ακολούθησαν τους μεγάλους, διακρίνουμε μεμονωμένη τη μορφή του οργανίστα του Σανκτ Φλόριαν, Άντον Μπρούκνερ (1824-1896). Στον χώρο του Lied οι τάσεις της νεογερμανικής σχολής πραγματοποιήθηκαν με απαράμιλλο τρόπο από τον Χιούγκο Βολφ (1860-1903).
Η μουσική του Γκούσταφ Μάλερ (1860-1911) είναι όλη ρομαντικής έμπνευσης: αρμονικά όμως οι νέες του συμφωνίες και τα Lieder προετοιμάζουν την κατάρρευση του συνηθισμένου τονικού συστήματος. Η επόμενη γενιά έφτασε στην ανατροπή κάθε παραδοσιακής έννοιας τονικότητας και αρμονίας, στον τεμαχισμό της μελωδικής γραμμής, σε ασυνήθιστα ρυθμικά και τονικά αποτελέσματα. Εμπνευστής μιας νέας τεχνικής, βασισμένης σε μια σειρά δώδεκα φωνών χρωματικών, υπήρξε ο Άρνολντ Σένμπεργκ (1874-1951) και ο πρώτος που την επεξεργάστηκε ήταν ο Γιόζεφ Ματίας Χάουερ (1883-1959). Ο Σένμπεργκ ξεκίνησε από τον ιμπρεσιονισμό, έδωσε το γνωστό δείγμα ατονικότητας στον Φεγγαρίσιο πιερότο (Ρierrot Ιunaire) και ανέπτυξε, στα χρόνια 1921-1924, τη δωδεκάφθογγη γραφή που βρήκε την πιο έγκυρη έκφρασή της στη θεατρική όπερα Μωυσής και Ααρών (Μoses und Αron). Οι μεγαλύτεροι εκφραστές της Wiener atonale Schule, δηλαδή της βιεννέζικης ατονικής σχολής, υπήρξαν ο Άντον Βέμπερ (1883-1945) και ο Άλμπαν Μπεργκ (1885-1935). Από τους πολλούς μαθητές ή οπαδούς τους ξεχωρίζουμε τον Έρνστ Κρένεκ και τον Χανς Γέλινεκ (1901-1969).Ο αυστριακός πολιτισμός στη σημαντικότερη περίοδο της ιστορίας του συμπίπτει με τη βραδεία άνοδο του οίκου των Αψβούργων. Από τον Μεσαίωνα και μετά, σιγά-σιγά η Α. άρχισε να γίνεται μια μεγάλη αυτοκρατορία, που περιέλαβε στους κόλπους της διαφορετικούς λαούς και διαλύθηκε από τον κατακλυσμό του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Από τη συγκέντρωση αυτή φυλών και ανθρώπινων γλωσσών, που ποτέ δεν μπόρεσαν να συγχωνευτούν πραγματικά, προέρχεται η δυσκολία για μια ενιαία εξέταση της ιστορίας των επιστημών στην Α.
Αν και στη Βιέννη, στην οποία είχε την έδρα του ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια της κεντρικής Ευρώπης και ήταν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, συνέρρευσαν επιστήμονες που προέρχονταν από τις πιο μακρινές χώρες, το όνομά τους μένει συνδεδεμένο με τη χώρα της καταγωγής τους. Στα αυστριακά πανεπιστήμια, μέχρι την άνοδο της Μαρίας Θηρεσίας στον θρόνο, διατηρήθηκε κυρίαρχη η σχολαστική παράδοση, ενώ οι ιησουίτες εξακολουθούσαν να ελέγχουν κάθε πλευρά της πνευματικής ζωής. Πρωτοπόρος της πολιτιστικής ανανέωσης υπήρξε ο Γκέραρντ Βαν Σουίτεν (1700-1772), προσωπικός γιατρός της αυτοκράτειρας και σύμβουλός της σε επιστημονικά θέματα. Σε αυτόν, μεταξύ άλλων, οφείλεται η ίδρυση της περίφημης ιατρικής σχολής της Βιέννης, που με τις νεωτεριστικές μεθόδους της συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της σύγχρονης ιατρικής, και ιδιαίτερα στους κλάδους της οφθαλμολογίας, δερματολογίας και αφροδισίων νοσημάτων όπου κατείχε, τον 19ο αι., την πιο εξέχουσα θέση. Αλλά και σήμερα βρίσκεται στην κορυφή της χειρουργικής των τραυμάτων. Στον τομέα της φυσικής, μετά τη μορφή του Μπέρνχαρτ Μπολτσάνο (1781-1848), συγγραφέα του μνημειώδους έργου Διδασκαλία της επιστήμης (Wissenschaftslehre, 1837), αναφέρουμε τα ονόματα του Κρίστιαν Ντόπλερ (1803-1853), του Λούντβιχ Μπόλτσμαν (1844-1906) και του Έρνστ Μαχ (1838-1916).
Σε έναν τελείως διαφορετικό τομέα, ο Σίγκμουντ Φρόιντ (1856-1939), ιδρυτής της ψυχανάλυσης, προχώρησε στον συστηματικό παραμερισμό του απόλυτου στο πεδίο της ψυχολογίας και στη διαπίστωση της σχέσης της με το πολιτιστικό υπόβαθρο της αστικής κοινωνίας του 19ου αι. Με βάση προηγούμενες ψυχολογικές έρευνες, οι οποίες υπογράμμιζαν τη σπουδαιότητα του υποσυνειδήτου στη συνειδητή ζωή του ανθρώπου, ο Φρόιντ διατύπωσε ένα σύστημα ψυχοπαθολογικής θεραπείας για τη λύση των νευρωτικών συγκρούσεων, σύστημα που συνίσταται στο γενικό του μέρος στην ανασυγκρότηση του παρελθόντος των αρρώστων. Γύρω στο 1900 διατυπώθηκε καθαρά η θεωρία του Φρόιντ και ταυτόχρονα γεννήθηκε η σχολή του. Ένας από τους πρώτους αιρετικούς υπήρξε ένας άλλος Αυστριακός, ο Βιεννέζος Άλφρεντ Άντλερ (1870-1937), για τον οποίο το ουσιώδες στην ψυχική δραστηριότητα είναι η διαμόρφωση της προσωπικότητας όπου το πλέγμα κατωτερότητας αντισταθμίζεται με την προσπάθεια απόκτησης ανωτερότητας ή αυτοπεποίθησης. Ο ίδιος ο Φρόιντ αργότερα, ξεκινώντας από την ψυχανάλυση, ανέπτυξε μια καθολική ερμηνεία της ψυχής, της κοινωνικής ζωής, της κουλτούρας και της θρησκείας.Ο Αυστριακός δεν θέλει να τον ταυτίζουν με τον Γερμανό: η φαντασία του και η συμβιβαστική διάθεσή του δεν συμφωνούν με τον άκαμπτο τευτονικό δογματισμό. Οι αιώνες έχουν διαπλάσει τη χώρα με δύο ξεχωριστές όψεις. Η πρώτη, γοητευτική και ρομαντική, είναι εκείνη του ωραίου γαλάζιου Δούναβη, της Βιέννης με τους μουσικούς της, με τη χαρούμενη και ευτυχισμένη της μπελ επόκ. Η άλλη είναι η όψη που διαμόρφωσαν τα βουνά, το περήφανο πνεύμα του Τιρόλο, όπου κάθε κοιλάδα, κάθε χωριό, κλείνει μια κοινότητα, που κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει τις προαιώνιες παραδόσεις της. Αυτές οι δύο όψεις, οι τόσο διαφορετικές, δεν αντιτάσσονται ωστόσο και δεν συγκρούονται, αλλά συγχωνεύονται αρμονικά μέσα στην κοινή αίσθηση της εθνικής δόξας.
Θα πρέπει να επισημάνουμε πως η Α. είναι η πατρίδα αυτού που είναι ίσως το γνωστότερο χριστουγεννιάτικο τραγούδι Άγια Νύχτα (Stille Νacht, Ηeilige Νacht). Η μελωδία του ανήκει στον Φραντς Γκρούμπερ, οργανοπαίκτη και δημοδιδάσκαλο, ενώ οι στίχοι είναι του Γιόζεφ Μορ, εφημέριου του Όμπερντορφ, στη περιοχή του Σάλτσμπουργκ. Ο ύμνος, που έμεινε λησμονημένος για πολλά χρόνια, έπεσε τυχαία στα χέρια ενός κατασκευαστή γαντιών από την κοιλάδα του Τσίλερ, ο οποίος με τραγούδια προσπαθούσε να προσελκύσει την προσοχή του κοινού. Στην έκθεση της Λειψίας του 1831 τραγουδήθηκε για δεύτερη φορά. Κι από εκεί άρχισε το θριαμβευτικό του ταξίδι σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αθλητισμός–σπορ. Οι αθλητικές προτιμήσεις των Αυστριακών συνδέονται φυσικά με τις γεωγραφικές δυνατότητες της χώρας: σκι, αλπινισμός, κυνήγι. Το σκι βασιλεύει αδιαφιλονίκητο στα αυστριακά βουνά. Το Μίρτσουσλαχ, στους πρόποδες του Ζέμερινγκ, υπήρξε το λίκνο αυτού του σπορ στην κεντρική Ευρώπη. Εκεί οργανώθηκαν το 1893, από δύο ξενοδόχους, οι πρώτοι διεθνείς αγώνες. Το 1907, ο νέος και άγνωστος δάσκαλος του σκι Χάνες Σνάιντερ δημιούργησε στο Σανκτ-Άντον την περίφημη τεχνική του Άρλμπεργκ. Σήμερα, το αυστριακό σκι κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στον κόσμο, με μια σχολή που βασίζεται στη μοντέρνα διδασκαλία αυτού του σπορ. Οι Αυστριακοί αγαπούν πολύ και το κυνήγι, στο οποίο επιδίδονται με ιδιαίτερο πάθος. Στο Γκρατς, μάλιστα, έχουν ιδρύσει και μουσείο κυνηγιού.
Χειροτεχνία. Στην Α. εξακολουθεί να είναι ζωντανή η παράδοση της χειροτεχνίας, σε επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα. Σε αυτό οφείλεται ότι η παραγωγή κατευθύνεται κατά μεγάλο μέρος στην ικανοποίηση των αναγκών της εσωτερικής αγοράς, και οι εξαγωγές προϊόντων χειροτεχνίας συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τη ζωηρή τουριστική κίνηση. Πολυάριθμες είναι οι επιχειρήσεις που ειδικεύονται στους κλάδους της χρυσοχοΐας και αργυροχοΐας, οι περισσότερες από τις οποίες είναι συγκεντρωμένες μέσα στη Βιέννη. Οι τεχνίτες αυτού του κλάδου εργάζονται τώρα πάνω σε πρότυπα υψηλής ποιοτικής στάθμης, σε σχέδια δικής τους έμπνευσης και γι’ αυτό τα προϊόντα τους είναι ποσοτικά περιορισμένα. Η μεγαλύτερη εξαγωγή αυτών των χειροτεχνημάτων κατευθύνεται προς τις Σκανδιναβικές χώρες, την Ελβετία και τον Καναδά. Πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι αυτές που ασχολούνται με την ξυλογλυπτική· συχνά αποτελούνται μόνο από έναν τεχνίτη. Οι τιμές των προϊόντων αυτών φτάνουν συχνά σε ύψος εκατομμυρίων. Το υλικό τους είναι φυσικά το σκληρό ξύλο, που σκαλίζεται καλά και έχει μεγάλη ανθεκτικότητα. Η χειροτεχνία αυτή έχει αναπτυχθεί κυρίως στο Τιρόλο. Αξιόλογη είναι η κατεργασία του σφυρήλατου σιδήρου. Από ορείχαλκο κατασκευάζονται πολυέλαιοι, εκκλησιαστικά σκεύη και κορνίζες με αρχαία σχέδια. Φημισμένα είναι και τα σκαλιστά και ζωγραφιστά μεταλλικά αντικείμενα. Στη Βιέννη ανθεί η παραγωγή μπρούτζινων μορφών, ζωγραφισμένων με το χέρι, που παριστάνουν πουλιά κάθε λογής, ακόμα και τα πιο μεγάλα. Μεγάλη επιτυχία σημειώνει σήμερα η παραγωγή αγγείων από χαλκό και ψευδάργυρο. Δυστυχώς για τις τέχνες αυτές, τα εργατικά χέρια λιγοστεύουν όλο και περισσότερο, γιατί οι νέοι έλκονται από άλλους τύπους δουλειάς. Τέλος, αξίζει να θυμηθούμε ακόμα τη μεγάλη παραγωγή καλλιτεχνικών πολύφωτων, την επεξεργασία του γυαλιού, των ειδών κεραμικής και του δέρματος, για την κατασκευή ειδών πολυτελείας και κοινών.
Ανάμεσα στα καλλιτεχνικά αντικείμενα μεγάλη φήμη έχουν τα είδη κεραμικής του Γκμούντεν (στην Άνω Α.) και οι λευκές πορσελάνες του Άουγκαρτεν.
Μόδα. Στον τομέα της γυναικείας μόδας, η Βιέννη φημίζεται για τα εξαίσια εσώρουχα, τις λεπτοΰφαντες δαντέλες και τα παπούτσια της. Τα παραδοσιακά είδη ενδυμασίας κατασκευάζονται από Londen, ύφασμα από μαλλί προβάτου, γνωστό σε όλο τον κόσμο. Περίφημα είναι επίσης τα είδη χειμερινών σπορ, ιδιαίτερα για τη χιονοδρομία, καθώς και τα όπλα.Στην επαρχία του Σάλτσμπουργκ γίνονται κάθε χρόνο οι γιορτές του χειμερινού ηλιοστασίου, που έχουν την καταγωγή τους στις παγανιστικές γονιμικές τελετές της θεάς Πέρτχα. Τα κύρια πρόσωπα χωρίζονται σε δύο ομάδες: στους Καθαρούς και στους Ακάθαρτους. Οι Καθαροί, δύο άντρες που φορούν την τοπική ενδυμασία (σκούρο πράσινο σακάκι και δερμάτινο μαύρο παντελόνι) έχουν στο κεφάλι τους φανταστικές κομμώσεις σε διάφορα σχήματα, ύψους και τριών μέτρων ακόμα και βάρους μέχρι 25 κιλών. Οι Ακάθαρτοι, απεναντίας, φορούν τριχωτές προβιές, έχουν κρυμμένο το πρόσωπο πίσω από φρικτές μάσκες και πηδάνε μέσα στο πλήθος.
Την πρώτη Κυριακή του Μαΐου πραγματοποιείται στην κοιλάδα του Τσίλερ, στο Τιρόλο, μια παμπάλαια φολκλορική εκδήλωση. Μετά από μια καβαλαρία μέσα στο χωριό, οι χωρικοί συγκεντρώνονται σε ένα μεγάλο λιβάδι, παίρνοντας μαζί και τα καλύτερα ζώα τους, κι εκεί αρχίζει ένας πρωτόγονος αγώνας, με μάχες πρώτα ανάμεσα στα ζώα των διαφόρων υποστατικών, για να καταλήξει έπειτα στην τιρολέζικη πάλη μεταξύ των αφεντικών τους. Ο νικητής κάθε αγωνίσματος –άνθρωπος ή ζώο– παίρνει ως έπαθλο μια ποσότητα μπίρας, που αντιστοιχεί στο βάρος του σώματός του.
Σε ολόκληρη την Α., η Κirchtag (η μέρα της εκκλησίας) είναι η πιο σημαντική φθινοπωρινή γιορτή. Στις πλατείες των χωριών, ανάμεσα σε στόχους για σκοποβολή και κάρα στολισμένα με τα προϊόντα των χωραφιών, παρελαύνουν οι αγρότες με τις πατροπαράδοτες ενδυμασίες τους, ακούγοντας τις καμπάνες που τους καλούν στις εκκλησίες, για να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους για τη συγκομιδή. Για τους ορεινούς πληθυσμούς, μια από τις πιο αγαπημένες γιορτές είναι το Αlmabfahrt, η κάθοδος από το βουνό, που έλκει την καταγωγή της σε μια παλιά και περίεργη πρόληψη: τα ζώα που γυρνούσαν από τα βουνά έπρεπε να τα καλύψουν για να τα προστατέψουν από τα κακά πνεύματα. Σήμερα, τα στολίζουν με γιρλάντες από αλπικά λουλούδια.
Περίεργες μεσαιωνικές επιβιώσεις είναι οι τελετουργικοί χοροί, μερικοί από τους οποίους έχουν τις ρίζες τους στους παγανιστικούς χρόνους. Ένας από τους πιο γνωστούς χορούς των Άλπεων, ο Ländler, φαίνεται πως έχει την καταγωγή του σε έναν μεσαιωνικό κυκλικό χορό. Στο Τιρόλο και στην περιοχή του Σάλτσμπουργκ, ο χορός αυτός λέγεται Schuhplattler και, στη μορφή του αυτή, είναι ένας τυπικός ορεινός χορός, θορυβώδης και επιθετικός, ικανός να εκφράσει με σκληρή ειλικρίνεια τη χαρά της ζωής. Όπως παλιότερα, έτσι και σήμερα ακόμα οι γαμήλιοι χοροί είναι πολύ διαδεδομένοι.
Το λαϊκό όργανο που συνοδεύει τους χορευτές είναι η λύρα (που μοιάζει με τη βάρβιτο των αρχαίων) με στεγνό και γοργό ήχο, κάτι ανάμεσα στην άρπα και στην κιθάρα. Χρησιμοποιούνται επίσης και η κιθάρα, η οκαρίνα, το ακορντεόν και η φυσαρμόνικα. Οι στίχοι των τραγουδιών είναι τις περισσότερες φορές αυτοσχέδιοι, αλλά πάντοτε πάνω σε παραδοσιακά και τοπικά μοτίβα. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι στίχοι να τραγουδιούνται από μερικούς σε γερμανική γλώσσα και από άλλους στη σλοβενική διάλεκτο. Παλαιότατη προέλευση έχει το Jodeln που γεννήθηκε ως τραγούδι των βοσκών, οι οποίοι πάσχιζαν με αυτό να σπάσουν τη μεγάλη σιωπή των βουνών και φανερώνει μια σχεδόν παθητική μυστικοπάθεια.
Λίγα έθνη έχουν δεχτεί τόσο βαθιά όσο η Α. την επιρροή της θρησκείας, που το πνεύμα της είναι ακόμα ριζωμένο πεισματικά στην ψυχή των πολιτών. Ό,τι προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση γι’ αυτόν που ταξιδεύει στον Δούναβη δεν είναι, όπως στον Ρήνο, τα ερείπια των φεουδαρχικών πύργων, αλλά τα στέρεα κάστρα της χριστιανοσύνης. Πραγματικά, οι θρησκευτικές κοινότητες, από τον πιο μακρινό ακόμα Μεσαίωνα, είχαν ανεγείρει ανάμεσα στο Λιντς και τη Βιέννη τα μοναστήρια τους, πλουτίζοντάς τα με καλλιτεχνικούς θησαυρούς και διάφορα χειρόγραφα. Πέρα από αυτά, όμως, το ακριβές μέτρο του θρησκευτικού αισθήματος το δίνουν οι εκκλησίες των χωριών, με τα καμπαναριά τους.Οι ενδυμασίες που φοριούνται ακόμη και σήμερα σε λίγα χωριά, αποτελούν μια εθνική και οικογενειακή κληρονομιά, που διατηρείται και φυλάσσεται ζηλότυπα, και όχι για λόγους τουριστικούς. Τα υφάσματα ποικίλλουν: από βελούδα έως πολύτιμα μετάξια, από το loden έως το λινό, όλα είναι υφασμένα στο σπίτι. Ίσως η αντιπροσωπευτικότερη εθνική ενδυμασία μπορεί να θεωρηθεί το Steirergewand, άλλοτε τυπικό κοστούμι της Στυρίας. Αποτελείται από ένα σακάκι από loden, ουδέτερου χρώματος, και από δερμάτινο παντελόνι το οποίο μόλις που καλύπτει το γόνατο, στολισμένο συνήθως με ζωηρόχρωμα κεντήματα. Οι κάλτσες, μάλλινες, είναι φτιαγμένες στο χέρι και είναι κατά κανόνα πράσινες, άσπρες ή μπλε. Έξοχα είναι τα στολίδια των γιλέκων από κεντημένο βελούδο. Οι κεντημένες τιράντες και οι δερμάτινες ζώνες αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά αξεσουάρ των ανδρικών κοστουμιών.
Για τις γυναίκες, η εθνική ενδυμασία είναι το Dirndl: ένα κοντό γιλέκο μάλλινο, βαμβακερό ή βελούδινο, ένα σάλι που πιάνεται με μια ασημένια καρφίτσα, ένα λινό πουκάμισο με πολύ πλούσια μανίκια, μια φαρδιά φούστα από διάφορα υφάσματα και χρώματα, και μια ποδιά, μεταξωτή για τις καλές και βαμβακερή για τις υπόλοιπες μέρες.Γερμανοί και Μαγυάροι, Σλάβοι και Ιταλοί άφησαν έντονα τα ίχνη τους σε αυτές που θα έπρεπε μάλλον να ονομαστούν οι κουζίνες της Α., μια και η γνήσια αυστριακή μαγειρική δεν έχει καμιά ιδιαίτερη φήμη και αν χαρακτηρίζεται από κάτι, αυτά είναι η αφθονία των μερίδων του φαγητού και ο αριθμός των γευμάτων.
Το πρόγευμα περιλαμβάνει απαραίτητα καφέ με γάλα, ψωμί, βούτυρο και μαρμελάδα. Στα μισά του πρωινού, οι Αυστριακοί πρέπει οπωσδήποτε να διακόψουν τον ρυθμό της δουλειάς τους για ένα πλούσιο κολατσιό. Το κυρίως γεύμα τους το κάνουν συνήθως στη μία το μεσημέρι, ενώ στα μισά του απογεύματος παίρνουν το μεταμεσημβρινό κολατσιό τους: καφέ με γλυκά και σάντουιτς. Έπειτα φτάνει η ώρα για το δείπνο που είναι ακόμα πλουσιότερο από το μεσημβρινό. Και στη συνέχεια, ένα γενναίο σουπέ περιμένει, γύρω στα μεσάνυχτα, όσους ξαγρυπνούν μέχρι εκείνη την ώρα.
Στο σύνολό της, η καθημερινή αυστριακή κουζίνα είναι θρεπτική και ορεκτική. Οι σούπες σερβίρονται αδιάκριτα σε όλα τα κύρια γεύματα της ημέρας – συχνότερα όμως το μεσημέρι. Οι περισσότερο γνωστές είναι η σούπα γκούλας (Gulyassuppe) με κρεμμύδι και πάπρικα, και η λεμπερκνεντλζούπε, ζουμί από κρέας με συκωτάκια πουλιών. Από τα κρέατα περισσότερο διαδεδομένο είναι το μοσχαρίσιο. Τα σνίτσελ είναι πολλά και ποικίλα· γνωστότερο όμως είναι το βιεννέζικο. Το τάφελσπιτς, το βραστό βοδινό κρέας δηλαδή, είναι κάτι σαν εθνικό πιάτο, υπέρτατη εκλέπτυνση της αυστριακής κουζίνας, και σερβίρεται σε πολλές παραλλαγές. Το γκούλιας ή γκούλας είναι ένα φαγητό ουγγρικής καταγωγής. Σάλτσες από κρέας, με μπόλικη πάπρικα χρησιμοποιούνται επίσης για το μαγείρεμα του κοτόπουλου. Τα αυστριακά λουκάνικα είναι εξαιρετικά. Υπάρχουν πολυάριθμες ποικιλίες, όλες νοστιμότατες. Οι Αυστριακοί περηφανεύονται επίσης για το ψωμί τους· το βιεννέζικο μάλιστα λέγεται ότι είναι το καλύτερο του κόσμου.
Αλλά –και εδώ δεν χωράει αντίρρηση– η μεγαλύτερη γαστρονομική δόξα της Α. είναι η ζαχαροπλαστική. Ίσως το πιο γνωστό γλυκό είναι το στρούντελ, ουγγρικής καταγωγής, σε διάφορες ποικιλίες. Θαυμάσιο είναι το νόκερλ του Σάλτσμπουργκ, ένα σουφλέ με αβγά, ζάχαρη, βούτυρο και σιμιγδάλι. Άλλη αυστριακή σπεσιαλιτέ είναι οι τάρτες, μεταξύ των οποίων γνωστότατη είναι η Ζάχερ Τόρτε που πήρε την ονομασία της από τις κουζίνες του ξενοδοχείου Sacher στη Βιέννη, όπου για πρώτη φορά παρασκευάστηκε, με ειδική παραγγελία του Μέτερνιχ. Γνωστά γλυκά είναι επίσης τα τσβέτσενκνεντελν, μπουρεκάκια γεμιστά με δαμάσκηνα, το κουκούτσι των οποίων έχει αντικατασταθεί με ένα κομματάκι ζάχαρη. Τα τσβέτσενκνεντελν έχουν ιστορία: στο περίφημο Συνέδριο της Βιέννης όπου για πολλά χρόνια κρίθηκαν οι τύχες της Ευρώπης, ο Μέτερνιχ εμπιστεύτηκε τη συνταγή τους στον Ταλεϊράνδο, με πολλή μυστικότητα.
Τα αυστριακά κρασιά είναι, περισσότερο ή λιγότερο, πρόσφατης παραγωγής και έχουν υποστεί λίγη ζύμωση. Έτσι, δεν αντέχουν στην αποθήκευση και στη μεταφορά κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν είναι σχεδόν καθόλου γνωστά στο εξωτερικό. Στο σύνολό τους, τα λευκά κρασιά είναι καλύτερα από τα κόκκινα. Πιο γνωστό είναι ίσως το γκούμπολντσκιρχνερ, που είναι ελαφρύ και γλυκό· πιο δυνατό είναι το κρέμσερ, ενώ το φέλτλινερ είναι ένα λευκό κρασί με πρασινωπή απόχρωση και γεύση ελαφριά μεταλλική. Στην Α., το κρασί έχει έναν ισχυρότατο ανταγωνιστή που παράγεται σε μεγάλη ποσότητα και σε ποιότητα εξαιρετική: την μπίρα. Ο ανταγωνισμός αυτός άρχισε από τον Μεσαίωνα και πολύ δίκαια, γιατί η αυστριακή μπίρα είναι από τις καλύτερες. Από τα αυστριακά λικέρ, γνωστότερα είναι το σλίβοβιτς που παράγεται από απόσταγμα δαμάσκηνου και το μπάρακ που γίνεται από απόσταγμα βερίκοκου. Και τα δύο όμως κατάγονται από άλλες χώρες: από τη Γιουγκοσλαβία και την Ουγγαρία, αντίστοιχα.Η ποικιλία και η ομορφιά των αλπικών και λιμναίων τοπίων, η δυνατότητα να κάνει κάποιος σπορ με σχετικά χαμηλές τιμές, όπως η ιστιοπλοΐα, το θαλάσσιο σκι, το κανό, το σκι και η ορειβασία, το ιστορικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον των μοναστηριών, των εκκλησιών και των πύργων των πόλεων, καθιστούν την Α. έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και υποβλητικούς τουριστικούς τόπους· αν πάλι προστεθεί η γειτνίαση της χώρας αυτής με μερικές από τις μεγαλύτερες πόλεις της βόρειας Ιταλίας και η δυνατότητα οργάνωσης κυκλικών περιοδειών, που περνούν από ζώνες της Ελβετίας, της Βαυαρίας και της Σλοβενίας, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η Α. μπορεί να αποτελέσει ένα ιδεώδες τουριστικό μέρος. Η τοποθεσία που θα διαλέξει ο ταξιδιώτης και ο τύπος του τουρισμού είναι φανερό ότι εξαρτώνται από την εποχή.
Υπάρχουν καθημερινά αεροπορικά δρομολόγια από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για τη Βιέννη. Αν προτιμήσει κάποιος το τρένο, θα πρέπει να ακολουθήσει τη διαδρομή Αθήνα–Θεσσαλονίκη–Γευγελή–Βελιγράδι–Μάριμπορ–Γκρατς–Βιέννη. Η πρόσβαση στη Βιέννη γίνεται και οδικώς, με τα πούλμαν της γραμμής Αθηνών–Λονδίνου, ακολουθώντας το εξής δρομολόγιο: Αθήνα–Θεσσαλονίκη–Σκόπια–Βελιγράδι–Ζάγκρεμπ–Μάριμπορ–Γκρατς–Στάιναχ–Σάλτσμπουργκ–Βιέννη. Οι κυριότερες οδοί εισόδου στην Α. είναι η δίοδος Ρεσίας, η δίοδος του Μπρένερ, ο αυχένας του Σαν Κάντιντο και το πέρασμα του Ταρβίζιο. Οι πρώτες δύο ξεκινούν από ιταλικό έδαφος στο Μπολτσάνο και σε αυστριακό έδαφος αντίστοιχα στη Λάντεκ, στο Ίνσμπρουκ και στο Λιντς, στο ανατολικό Τιρόλο. Το τέταρτο ενώνει την Ούντινε με την Κλάγκενφουρτ. Με τον σιδηρόδρομο, το πέρασμα των συνόρων γίνεται μόνο από τρία μέρη: από το Μπρένερ στη γραμμή Μπολτσάνο–Ίνσμπρουκ· από το Σαν Καντίντο μεταξύ Μπολτσάνο και Λιντς και από το Ταρβίζιο μεταξύ Ούντινε και Φίλαχ.
Το αυστριακό οδικό δίκτυο είναι εκτεταμένο, αλλά όχι πάντοτε εξαίρετο, λόγω της διαφοράς μορφολογίας του εδάφους. Οι ομοσπονδιακοί δρόμοι είναι στο σύνολό τους πολύ καλοί: αρκετά λιγότερο οι άλλοι, που είναι μάλλον στενοί και ελικοειδείς, με κλίσεις πολύ αισθητές πολλές φορές και με συχνά επίπεδες και αφύλακτες διαβάσεις. Η ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, στο τμήμα Πάσαου-Βιέννης, όπου λειτουργούν πολύ καλές καθημερινές ατμοπλοϊκές γραμμές, παρουσιάζει αξιοσημείωτο τουριστικό ενδιαφέρον.
Η Βιέννη είναι φυσικά ο κυριότερος σταθμός. Ο τουρίστας που διαθέτει αυτοκίνητο έχει τη δυνατότητα να σταθμεύει όπου θέλει και να ακολουθεί στην επιστροφή του διαφορετικό δρομολόγιο· αυτό του επιτρέπει, αν έχει χρόνο, να επισκεφθεί πόλεις και ζώνες της Κάτω Α., της Στυρίας, της Καρινθίας και της Μπούργκενλαντ. Περνώντας από τη συνοριακή δίοδο του Ταρβίζιο, φτάνει αρχικά στην Άρνολντσταϊν και στη Φίλαχ, καλή αφετηρία για τις γειτονικές πόλεις Βάρμπαντ-Φίλαχ, Όσιαχ και Φέλντκιρχεν. Ακολουθεί ύστερα τον δρόμο για την Κλάγκενφουρτ, όπου μπορεί να επισκεφτεί τη Λάντχαους και την Άλτερ Πλατς, φτάνοντας στους κομψούς σταθμούς της Φέλντεν και της Πέρτσαχ στη Βέρτερ Ζέε, την πιο μεγάλη και ίσως πιο όμορφη λίμνη της Καρινθίας. Ύστερα από μια επίσκεψη στη γειτονική παλαιά μονή του Φίκτρινγκ, φτάνει στην κωμόπολη Μαρία Ζάαλ με τις γειτονικές αρχαιολογικές ζώνες Βιρούνουμ και Μαγκντάλενσμπεργκ, και στη μεσαιωνική πολίχνη Φρίζαχ, γνωστή για τους όμορφους ναούς της και αφετηρία για το Στρασβούργο και την Γκουρκ. Βορειότερα βρίσκεται η Νόιμαρκτ με τη γειτονική αρχαιολογική ζώνη της Νοράια, απ’ όπου ενδιαφέρουσα είναι μια απόκλιση στα δυτικά για την επίσκεψη της μονής Σανκτ-Λάμπρεχτ και του γραφικού μικρού χωριού Μούραου, πριν φτάσει στη Γιούντεουργκ και στην Κνίτελφελντ. Πιο πέρα βρίσκονται η Σανκτ-Μίχαελ, η μονή των Βενεδικτίνων της Γκες, η σύγχρονη πολίχνη Λεόμπεν με τον παλαιό πυρήνα που περιβάλλεται από προμαχώνες, η Μπροκ αν ντερ Μουρ, η γραφική Κίντμπεργκ, η Λάνγκενβανγκ, μικρή αλλά πλούσια σε παλαιά μνημεία, η Μίρτσουσλαγκ με το ενδιαφέρον Μουσείο χειμερινών σπορ, αφετηρία επίσης για τη βασιλική της Μάριατσελ. Ο ταξιδιώτης φτάνει, έτσι, στη λουτρόπολη Ζέμερινγκ και ύστερα στις Γκλόγκνιτς, Νόινκιρχεν, Βίνερ Νόιστατ –όπου μπορεί να επισκεφτεί τη Χάουπτπλατς, την Πφάρκιρχε και τον πύργο– στον περίφημο ιαματικό σταθμό Μπάντεν με τις θειούχες πηγές του, και τέλος στη Βιέννη.
Τα αξιοθέατα της Βιέννης. Η πρωτεύουσα, που βρίσκεται πάνω στον Δούναβη, στην καρδιά ενός ημικύκλιου από γραφικούς δασώδεις λόφους, προσφέρει ασύγκριτες ομορφιές και πολλαπλά ενδιαφέροντα. Ανάμεσα στα πολυάριθμα μέγαρά της, που βρίσκονται κυρίως στον πιο παλιό αστικό πυρήνα ή κατά μήκος του Ρινγκ που τον περιβάλλει από πολλές πλευρές, αξίζει να δει κανείς το μνημειώδες αυτοκρατορικό ανάκτορο Χόφμπουργκ, το πανεπιστήμιο, το παλαιό δημαρχείο, το Μπελβεντέρε, το ανάκτορο Σβάρτσενμπεργκ και τον πύργο Σένμπρουν. Ανάμεσα στους ναούς, ξεχωρίζουν ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου, η Κάρλσκιρχε και η Καπουτσίνερκιρχε. Μεγάλη σπουδαιότητα επίσης έχουν τα μουσεία και ανάμεσα τους το Αλμπερτίνα, το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, η Ακαδημία Εικαστικών Τεχνών, το Θησαυροφυλάκιο και η Πινακοθήκη Χάραχσε. Αξιοσημείωτες είναι εξάλλου οι μεγάλες λεωφόροι, οι ωραίες πλατείες, τα μνημεία, τα πάρκα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το περίφημο Πράτερ και το Ντόναουπαρκ. Στα περίχωρα της πόλης μπορεί κανείς να επισκεφθεί τις μονές Κλόστερνοϊμπουργκ και Χάιλιγκενκροϊτς, τις πολίχνες Μίστελμπαχ, Λάξενμπουργκ και Μέντλινγκ, καθώς και τους δρόμους του Δάσους της Βιέννης, απ’ όπου μπορεί να έχει μια υπέροχη πανοραμική θέα, ιδιαίτερα από το Κάλενμπεργκ της Βιέννης.
Από την πόλη, ο ταξιδιώτης μπορεί να επισκεφτεί τα ανατολικά και νοτιοανατολικά περίχωρα, φτάνοντας στην Πέτρονελ (Ρωμαϊκό Μουσείο) και στη γειτονική αρχαιολογική ζώνη της Καρνούντος, στην Μπαντ Ντόιτς-Άλντενμπουργκ, στη Χάινμπουργκ με την όμορφη μεσαιωνική εμφάνιση, στην Μπρουκ αν ντερ Λάιτα, στα χωριά Νόιζιντλ αμ Ζέε, Ρουστ και Μέρμπις, όλα στη λίμνη Νόιζιντλ, στην κωμόπολη Άιζενστατ και στον πύργο Φόρχτενσταϊν. Η επιστροφή από τη Βιέννη μπορεί να γίνει μέσω του Γκρατς, πρωτεύουσα της Στυρίας, που είναι περίφημη για την ομορφιά των κτιρίων της και την κεντρική πλατεία της (Χάουπτπλατς), όπου δεσπόζει ο πύργος του Ωρολογίου, σύμβολο της πόλης, που είναι χτισμένη στο Σλόσμπεργκ, και για το Λάντεσμουζεουμ Γιοάνεουμ. Από το Γκρατς, ο ταξιδιώτης μπορεί να συνεχίσει ΝΑ έως τη Λάιμπνιτς και την Έρενχαουζεν, πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής μέσω της Φόιτσμπεργκ, της πολίχνης Βόλφσμπεργκ και των γραφικών χωριών Σάνκτ-Μάραϊν και Σανκτ-Άντρε ιμ Λάφανταλ (ενδιαφέρουσα εδώ είναι μια επίσκεψη στη μονή του Αγίου Παύλου), της μεσαιωνικής πόλης Φέλκερμαρκτ, της Κλάγκενφουρτ, της Φίλαχ και του Ταρβίζιο.
Το Σάλτσμπουργκ. Μετά τη Βιέννη, ένας άλλος πόλος έλξης τουριστών στην Α. είναι το Σάλτσμπουργκ, η πόλη του Μότσαρτ, που βρίσκεται σε θαυμάσια πανοραμική τοποθεσία κοντά στα γερμανικά σύνορα, πλούσια σε μνημεία, όπως ο καθεδρικός ναός, η Φραντσισκανερκίρχε, η Κολενγκιενκίρχε, η Χοενσάλτσμπουργκ, η Ρέζιντεντς, η μονή του Αγίου Πέτρου, οι πύργοι Μίραμπελ και Χέλμπρουν, η Νόνμπεργκ, καθώς και σε πάρκα και κήπους, που την κάνουν ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά κέντρα της κεντρικής Ευρώπης. Για να φτάσει κανείς στο Σάλτσμπουργκ, καλό είναι να ξεκινήσει από την Κορτίνα μέσω του αυχένα του Ντομπιάκο και από εκεί, στη συνέχεια να κατευθυνθεί προς τις Ζίλιαν, Λιντς και Βίνκλερν και να φτάσει στο ονομαστό κέντρο χειμερινών σπορ Χάιλιγκενμπλουτ. Θα ακολουθήσει ύστερα την Γκροσγκλοκνερστράσε, στρίβοντας στα δυτικά για να φτάσει στη Φραντς-Γιόζεφ-Χέε, απ’ όπου μπορεί να έχει μια εκπληκτική πανοραμική θέα του ορεινού όγκου και του παγετώνα του Γκροσγκλόκνερ και να κατεβεί προς τον περίφημο σταθμό Τσελ αμ Ζέε. Μετά φτάνει στα κέντρα παραθερισμού Ζάαλφεντεν και Λόφερ, περνά σε γερμανικό έδαφος, διασχίζοντας την Μπαντ Ράιχενχαλ, για να καταλήξει στο Σάλτσμπουργκ. Η πόλη είναι πολύ καλή αφετηρία για εκδρομές στη λιμναία ζώνη της Ζαλτσκάμεργκουτ και στα κέντρα Γκμούντεν, Τράουνκιρχεν, Μπαντ Ισλ (Μουσείο Λέχαρ), Χάλστατ, Μπαντ, Άουσεε, Σανκτ-Βόλφγκανγκ και Σανκτ Γκίλγκεν. Η επιστροφή από το Σάλτσμπουργκ μπορεί να γίνει ακολουθώντας πιο ανατολικό δρομολόγιο και περνώντας από τις πόλεις Χάλαϊν, Κουχλ, Βέρφεν, Μπίσοφσχοφεν, το μεσαιωνικό χωριό Ράντστατ, τη Σανκτ-Γιόχαν ιμ Πόνγκαου, τους ιαματικούς σταθμούς Μπαντ Χόφγκασταϊν και Μπάντγκασταϊν, το κέντρο παραθερισμού Όμπερφελαχ, την παλιά πολίχνη Σπίταλ αν ντερ Ντράου, την Ομπερντράουμπουργκ και το Λιντς.
Γι’ αυτούς που έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο χρόνο, είναι δυνατό με ένα κυκλικό δρομολόγιο να καλύψουν μεγάλο μέρος της χώρας. Από το Ταρβίζιο μπορεί να φτάσει κανείς στην Κλάγκενφουρτ, στο Γκρατς, στην Μπρουκ, στη Βίνερ Νόιστατ και στη Βιέννη. Κατά την επιστροφή θα ανεβεί τον Δούναβη και θα περάσει από τις πόλεις Τουλν, Κρεμς και Στάιν. Τα περίχωρα της Τουλν είναι πλούσια σε μονές και μεσαιωνικά χωριά. Από την Κρεμς μπορεί να συνεχίσει ανεβαίνοντας τον Δούναβη και να φτάσει στη γραφική περιοχή της Βάχαου, περνώντας από τον ναό της Μαρία Λάαχ και της Μαρία Τάφερλ, την Ιμπς και την Άμστετεν. Πιο πάνω βρίσκεται το Λιντς, ιδεώδης αφετηρία για εκδρομές στις μονές Σανκτ-Φλόριαν, Βίλχερινγκ, Κρέμσμινστερ και Άιγκεν, στις κωμοπόλεις Ενς, Φράιστατ, Κέφερμαρκτ, Σέρντινγκ, Έφερντινγκ, Μπράουναου και Στάιερ. Συνεχίζοντας για το Σάλτσμπουργκ, στη Σανκτ-Γιόχαν ο δρόμος χωρίζεται στα δύο: ο πιο βόρειος οδηγεί στην Κούφσταϊν, στον πύργο Μάριασταϊν, στη Ράτενμπεργκ και λίγο πριν από τη μεσαιωνική κωμόπολη Σβατς ενώνεται πάλι με τον πιο νότιο δρόμο που περνά από τον σταθμό χειμερινών σπορ Κίτσμπιχελ, τα κέντρα Μίτερσιλ, Νόικιρχεν, Κριμλ, Μάιρχοφεν και Τσελ αμ Τσίλερ. Υποχρεωτική, στο Τιρόλο, είναι η επίσκεψη στο Ίνσμπρουκ. Από εδώ, ανεβαίνοντας στην κοιλάδα του Ζιλ, μπορεί κανείς να φτάσει στην Μπρένερ, μέσω Μάτραϊ και Στάιναχ.
Ένα τελευταίο δρομολόγιο περιλαμβάνει αρχικά το τμήμα Μπρένερ-Ίνσμπρουκ· ύστερα ο ταξιδιώτης ανεβαίνει στην κοιλάδα του Ιν, για να φτάσει στην Ιμστ, και στη Λάντεκ· ενδιαφέρουσες είναι οι εκδρομές στις κοιλάδες του Ετς (Σέφελντ, Ζέλντεν) και του Λεχ, με την πόλη Ρόιτε.
Πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες από τουριστική πλευρά εκδηλώσεις είναι ιδιαίτερα εκείνες που έχουν σχέση με τα χειμερινά σπορ, τα οποία γίνονται στα πιο πολυσύχναστα χειμερινά κέντρα παραθερισμού, και οι πολιτιστικές, που γίνονται στη Βιέννη και στα μεγαλύτερα κέντρα της χώρας. Στη Βιέννη υπάρχει μια έντονη περίοδος συναυλιών (Κόντσερτχαους, Μούζικφεραϊν), όπως και στο Σάλτσμπουργκ (Μοτσαρτέουμ στα τέλη Ιανουαρίου, Γκρόσες και Κλάινες Φέστσπιλχαους) και σε άλλες μικρότερες πόλεις. Συχνά είναι επίσης τα θεατρικά φολκλορικά φεστιβάλ σε όλη τη διάρκεια του έτους, όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και σε μερικά από τα πιο γραφικά και πλούσια σε παραδόσεις μεσαιωνικά χωριά.
Ξενοδοχειακές μονάδες. Ο ξενοδοχειακός εξοπλισμός στην Α. είναι έξοχος. Πολυάριθμα είναι τα ξενοδοχεία, ακόμα και μέσης κατηγορίας, οι πανσιόν και οι θαυμάσιοι πύργοι-ξενοδοχεία. Παντού η φιλοξενία είναι εγκάρδια κι ευχάριστη.Χώρα φιλική πάντοτε προς τους ξένους, η Α. φιλοξένησε αρκετούς Έλληνες κατά καιρούς, ενώ σήμερα ζουν εκεί περίπου 6.500 σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων.
Μια ιδιότυπη επιγραφή ενός εστιατόριου στην περιοχή του Τιρόλο διαφημίζει τα ψάρια και το κυνήγι που προσφέρει στην πελατεία του. Τα αγροτικά εστιατόρια της Αυστρίας φημίζονται γενικά για τη γραφικότητά τους, καθώς και για τη γευστικότητα και την ποικιλία των φαγητών που προσφέρουν.
Το Σάλτσμπουργκ διεκδικεί από τη Βιέννη τα πρωτεία, σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική κίνηση της Αυστρίας (φωτ. Sef).
Το Γκροσγκλόκνερ, στα 3.797 μ., είναι η υψηλότερη κορυφή της Αυστρίας (φωτ. Bavaria).
Μια κατάφυτη πεδιάδα στα όρια των κρατιδίων, Στυρία και Μπούργκενλαντ (φωτ. Nat’s Photo).
Η Μόντζεε είναι μια από τις πολυάριθμες λίμνες της περιοχής του Ζαλτσκάμεργκουτ (φωτ. Mairani).
Σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Αυστρίας ζει σε γραφικά χώρια, όπως το εικονιζόμενο Μαριατσέλ στη Στυρία.
Μια από τις πιο διαδεδομένες καλλιέργειες στα αυστριακά εδάφη είναι τα δημητριακά (φωτ. Ostman).
Ο Δούναβης στη Βιέννη. Ο ποταμός αυτός στον οποίο καταλήγει σχεδόν όλο το υδρογραφικό δίκτυο της Αυστρίας, διασχίζει ολόκληρη τη χώρα με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά σε μια διαδρομή 350 χιλιομέτρων (φωτ. Bavaria).
Ο ποταμός Iv, κοντά στο Ίνσμπρουκ, άλλη μια περιοχή της Αυστρίας στην οποία ο τουρισμός παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη (φωτ. Nat’s Photo)
Η ομορφιά και η ποικιλία του τοπίου στο Τιρόλο, έχουν καταστήσει την περιοχή διεθνές τουριστικό κέντρο (φωτ. Bavaria).
Τμήμα του αυτοκινητόδρομου που ενώνει την Ιταλία με την Αυστρία.
Το υπέδαφος της Αυστρίας είναι πλούσιο σε σίδηρο, ορυκτό αλάτι, γραφίτη, μαγνησίτη και λιγνίτη· στη φωτογραφία, κοιτάσματα λιγνίτη στη Στιρία (φωτ. Ostman).
Η γέφυρα «Ευρώπη» στον αυτοκινητόδρομο του Μπρένερ (φωτ. Mariani).
Πριονιστήριο στο Τιρόλο· η εκμετάλλευση της ξυλείας από τα πλούσια δάση της χώρας είναι από τις κυριότερες δραστηριότητες της αυστριακής οικονομίας (φωτ. Ostman).
Φράγμα στην κοιλάδα του Γκροσγκλόκνερ, το οποίο συμβάλλει στο ενεργειακό δυναμικό της Αυστρίας (φωτ. Ostman).
Η γεωργία δεν είναι ιδαίτερα αναπτυγμένη στην Αυστρία, καθώς ασκείται μόνο στις πεδιάδες και τις κοιλάδες της χώρας (φωτ. Ostman).
Η πρόωρα χαμένη λαίδη Νταϊάνα, πριγκίπισσα της Ουαλίας, ήταν από τις συχνές επισκέπτριες των χιονοδρομικών κέντρων της Αυστρίας· στη φωτογραφία, στο χιονοδρομικό κέντρο του Λεχ το 1995.
«Η πολιορκία της Βιέννης από τους Τούρκους», ξυλογραφία του Μπέρτελ Μπέχαμ (φωτ. Igda).
Το επιτελείο του Φραγκίσκου Ιωσήφ (περ. 1850)· από αριστερά προς τα δεξιά: Στέφαν Κνικάνιν (Σέρβος στρατηγός), Λούντβιχ φον Μπένεντεκ (διοικητής στρατιάς), βαρόνος Κονσταντίν ντ’ Άσπρε, Χάινριχ φον Έσε (στρατηγός πυροβολικού), κόμης Γιόχαν Ραντέτσκι (κυβερνήτης του λομβαρδο-βενετικού βασιλείου), πρίγκιπας Άλφρεντ φον Βίντις Γκρετς (αρχιστράτηγος), βαρόνος Γιούλιους φον Χάιναου (διοικητής στρατιάς), κόμης φον Σλικ (στρατηγός ιππικού), βαρόνος φον Γέλασιτς (διοικητής του βανάτου της Κροατίας και της Σλοβενίας) και ο Αλβέρτος της Αυστρίας (φωτ. Mercurio).
Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, αυτοκράτορας της Αυστρίας και βασιλιάς της Ουγγαρίας (1848-1916), σε μια προσωπογραφία των πρώτων ετών της μακράς βασιλείας του (φωτ. Mercurio).
«Ο άγιος Βόλφγκανγκ αναγκάζει τον Σατανά να του κρατήσει το ευχολόγιο», τμήμα του πολύπτυχου που κατασκευάστηκε (1482-83) για τον βωμό του αβαείου του Μπρίξεν από τον Μίχαελ Πάχερ, κτίριο που μαρτυρά την επίδραση του Μαντένια.
Το ανάκτορο Άνω Μπελβεντέρε, το οποίο έχτισε στις αρχές του 18ου αι. ο Γιόχαν Λούκας φον Χίλντεμπραντ για τον πρίγκιπα Ευγένιο (φωτ. Len Sirmann Press).
«Βενετία», ελαιογραφία του Όσκαρ Κοκόσκα (Συλλογή Ντιάνα, Βενετία· φωτ. Mercurio).
Το κτίριο της Όπερας της Βιέννης εγκαινιάστηκε το 1869 και ήταν από τα πρώτα κτίρια που οικοδομήθηκαν σ’ ένα ιδιόμορφο στιλ, που από τη Βιέννη διαδόθηκε σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας. (φωτ. Zwirn).
Μια σκηνή από την περίφημη οπερέτα του Φραντς Λέχαρ «Η εύθυμη χήρα», σε παράσταση της «Λαϊκής Όπερας» της Βιέννης. Το φανταχτερό βιεννέζικο θέαμα, συνδυασμένο με χάρη και ομορφιά με το ερωτικό στοιχείο, αποτελεί την έκφραση ενός κόσμου γοητευτικού και ευχάριστα ελαφρού (φωτ. Igda).
Κοπέλες με τοπικές ενδυμασίες· κάθε περιοχή της Αυστρίας έχει την παραδοσιακή ενδυμασία της, που έχει μείνει σχεδόν αμετάβλητη στο πέρασμα του χρόνου (φωτ. Langini).
Ο γραφικός χορός των ξυλοκόπων του Ζέρφανς, που εκτελείται γύρω από έναν κορμό δέντρου μπροστά στην εκκλησία του χωριού, θεωρείται ο εθνικός χορός της Αυστρίας· στην εκδήλωση αυτή είναι δύσκολο να διαχωριστεί το λαϊκό από το θρησκευτικό στοιχείο (φωτ. Sef).
Επίσημη ονομασία:
Δημοκρατία της Αυστρίας
Έκταση: 83.858 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 8.150.135 κάτ. (2001)
Πρωτεύουσα: Βιέννη (1.562.676 κάτ. το 2001)
Φωτογραφία των Άλπεων στα αυστροϊταλικά σύνορα από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον χειμώνα του 1998. Διακρίνονται οι χιονισμένες βουνοκορφές και στο κάτω μέρος της φωτογραφίας (κέντρο) η πόλη Ίνσμπουρκ (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov).
Ο εθνικός αερομεταφορέας της Αυστρίας είναι η Austrian Airlines, με έναν στόλο από σύγχρονα Α321 Airbus (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Μια μαγευτική νυχτερινή άποψη του Δούναβη (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Την άνοιξη, τα τοπία στην Αυστρία αλλάζουν από το λευκό στο πράσινο ένδυμά τους (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Το Εθνικό θέατρο της Βιέννης είναι ένα από τα πιο έξοχα δείγματα αρχιτεκτονικής της πόλης.
Η σημαία της αυστριακής δημοκρατίας κυματίζει έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου στη Βιέννη.
Το εσωτερικό του ομοσπονδιακού αυστριακού κοινοβουλίου στη Βιέννη (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας)
Φωτογραφία από την τελετή επανέναρξης της Όπερας της Βιέννης (1995), που ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή της κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού στην αυστριακή βιομηχανία έχει συμβάλλει στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης· στη φωτογραφία ένας οπλοποιός στην Καρινθία (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Ένα εργοστάσιο κατασκευής τζιπ στη Στυρία, δείγμα της αναπτυσσόμενης αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Η βαριά βιομηχανία αποτελεί μια από τις κυριότερες βάσεις του αυστριακού παραγωγικού μηχανισμού· στη φωτογραφία, ένα υπερσύγχρονο βιομηχανικό κέντρο στο Λιντς (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Μια χιονισμένη βουνοκορφή στο Άρλμπεργκε του Φόραρλμπεργκ (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Τοπίο στο Σλέγκεν της Κάτω Αυστρίας, όπου ο ρους του Δούναβη σχηματίζει έναν ελικοειδή μυχό (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Το συνολικό μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου στην Αυστρία ξεπερνά τα 6.000 χλμ. (φωτ. Πρεσβεία Αυστρίας).
Η πίσω όψη του αυστριακού νομίσματος του 1 ευρώ.
Στα χωριά των Άλπεων, ο ταξιδιώτης συναντά δείγματα εξαιρετικής λαϊκής τέχνης.
Η αίθουσα της βιβλιοθήκης στο αβαείο του Μελκ.
H Κάιζερζααλ (αυτοκρατορική αίθουσα) στο εσωτερικό του αβαείου του Μελκ, προκαλεί τον θαυμασμό για τις λεπτομέρειες της διακόσμησης.
Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Στεφάνου, στη Βιέννη (φωτ. Len Sirmann Press).
Αγροτικός οικισμός κοντά στο Έλμαου, στο ΒΑ Τιρόλο, όπου από τα δομικά υλικά των σπιτιών κυριαρχεί το ξύλο.
Ένα ξίφος μήκους 83 εκ., που βρέθηκε κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην πόλη Χάλστατ 10 1995, οι οποίες έφεραν στο φως 2.000 τάφους, ανάμεσά τους και ορισμένοι που χρονολογούνται από το 1.000 π.Χ.
Ο μυθιστοριογράφος Άρτουρ Σνίτσλερ παρουσίασε με ζωντάνια την κοσμική ζωή της Βιέννης στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Μια εκτεταμένη άποψη της aυστριακής πρωτεύουσας.
Το βορειοδυτικό άκρο της προαλπικής λίμνης Βολφγκάνγκζεε, με την πόλη Σανκτ Γκίλγκεν.
Το Γκρατς είναι πρωτεύουσα του κρατιδίου της Στυρίας.
Ο ορεινός όγκος Γκροσγκλόκνερ, στα όρη Άνω Τάουερν, με τον δρόμο που οδηγεί στον επιβλητικό παγετώνα του Πάστερτσε.
«Το φιλί», έργο του Αυστριακού ζωγράφου Γκούσταφ Κλιμτ (19ος αι.).
«Μικρούλα με ένα μπουκέτο λουλούδια«, πίνακας του Όσκαρ Κοκόσκα.
Η Καρλσκίρχε (εκκλησία του Καρόλου), έργο του αρχιτέκτονα Γ.Μ. Φίσερ φον Έρλαχ, αποτελεί τη λαμπρότερη έκφραση του αυστριακού μπαρόκ στη Βιέννη.
Το κέντρο του Λιντς, του μεγαλύτερου εμπορικού και βιομηχανικού λιμανιού στον Άνω Δούναβη.
Η αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία (1717-1780).
Το αβαείο του Μελκ, το αριστούργημα του Γιάκομπ Πράνταουερ, είναι χτισμένο πάνω σε ένα βραχώδες ύψωμα που κατεβαίνει κατακόρυφα στην όχθη του Δούναβη.
Ο πρίγκιπας Μέτερνιχ, φανατικός εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης, σε πίνακα του Τόμας Λόρενς.
Ο Νικόλαος Λενάου ύμνησε τον έρωτα και τη φύση με τους πλούσιους, μελαγχολικούς στίχους του.
Μια σκηνή του δράματος του Χιούγκο φον Χόφμανσταλ «Ο καθένας».
Γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες, μια οικογενειακή και εθνική κληρονομιά που δεν εξυπηρετεί πάντως τουριστικές ανάγκες των κατοίκων των Άλπεων.
Η Βιέννη το 1690, λεπτομέρεια από πίνακα του Ντομένικο Τσέτο (Ιστορικό Μουσείο, Βιέννη).
«Ένα σχέδιο για το κακό πνεύμα Λουμπατσιβαγκαμπούντους» του Γιόχαν Νέστροϊ, δημιουργού της κωμικής οπερέτας.
Ο Αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μούζιλ έγινε γνωστός από το μυθιστόρημά του «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητα».
Το Σάλτσμπουργκ είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά κέντρα της Αυστρίας.
Ο βωμός του αγίου Βόλφγκανγκ κοντά στο Σαλτσμπουργκ, έργο του Μίχαελ Πάχερ.
Το όργανο της εκκλησίας του Σανκτ Φλόριαν, το αβαείο του οποίου υπήρξε την εποχή του μπαρόκ ένα από τα κέντρα όπου αναπτύχθηκε η όπερα, ενώ εκεί έζησε και εργάστηκε ο συνθέτης Άντον Μπρούκνερ.
Μια φολκλορική τιρολέζικη μπάντα.
Ο Φραντς Σούμπερτ, συνθέτης και «πατέρας» του Lied, σε προσωπογραφία του Φ. Σολιάνο (Ωδείο Μουσικής του Σαν Πιέτρο στη Μαϊέλα, Νάπολη).
Ο ποιητής της Παλινόρθωσης, Φράντς Γκρίλπαρτσερ, σε μια μινιατούρα του Μ. Ντάφινγκερ (Ιστορικο Μουσείο, Βιέννη)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία, Κάτω — (Nieder Österreich). Κρατίδιο (19.170 τ. χλμ., 1.549.640 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει ολόκληρο το βορειοανατολικό τμήμα. Πρωτεύουσα είναι το Ζανκτ Πέλτεν (49.272 κάτ. το 2001), ενώ στο έδαφός της… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία, Άνω — (Ober Österreich). Κρατίδιο (11.979τ. χλμ., 1.382.017 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, στα σύνορα με την Τσεχία και τη Γερμανία. Το τοπίο είναι κυρίως ορεινό στα Β (Βοημικός Δρυμός) και στα Ν (Προάλπεις του Σάλτσμπουργκ), με ελαφρές… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — η κράτος της κεντρικής Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”